Ευριπίδης Γαραντούδης (Περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τευχ. 1713, Ιούνιος 1999)

..Σταθμό στην ποιητική εξέλιξη του Ζαφειρίου αποτέλεσαν τα ποιήματα της συλλογής Η Δεύτερη Πεταλούδα και η Φωτιά (1992). Ο λόγος του απέβαλε την παλαιά οξύτητα και αποσπασματικότητα, έγινε αφηγηματικός και υποβλητικός. Ακόμη, ο ποιητής άρχισε να επεξεργάζεται μια ριζικά νέα θεματολογία. Εγκαταλείποντας την καταγραφή άμεσων βιωμάτων, αντλημένων απ’τον σύγχρονο αστικό χώρο, οικειώθηκε τον κόσμο της έντεχνης και λαϊκής λογοτεχνικής παράδοσης και τους δικούς της κώδικες επικοινωνίας και γνώσης, το μύθο, το θρύλο, τη γητειά, το παραμύθι. Η απεικόνιση της σκληρής κοινωνικής-αστικής πραγματικότητας παραχώρησε τη θέση της σε μια ποίηση μυητικής πορείας του αναγνώστη, σε μια υποβλητική αποκαλυπτόμενη μυθική διάσταση του κόσμου. Έτσι, ο βιωματικός ποιητής που κατεργαζόταν τη φθαρτή καθημερινότητα, για να αποτυπώσει σκέψεις και αισθήματα κυρίως του ιδιωτικού του χώρου, ανανεώθηκε σε έναν λόγιο ποιητη που αναδιφεί με περίσκεψη και συγκίνηση μια ευρεία μορφωτική παρακαταθήκη..

..Ο Ζαφειρίου, εντρυφώντας στο μύθο, αναζητεί τα στοιχεία της συλλογικής καταγωγής και ταυτότητας. Όλα τα ποιήματα της συλλογής κεντρώνονται γύρω από την ανάγκη να αναπτυχθεί ο μύθος, στις διάφορες εκδοχές του (ο μύθος της λογοτεχνίας, της φυλής ή της εθνότητας, του κάτω κόσμου, του έρωτα), ως το συνεκτικό υλικό της κοινωνικής ζωής..

..Η συλλογή Τα Κατοικίδια (1997) αποτελείται από ολιγόστιχα, επιγραμματικά ποιήματα..Το κύριο ενδιαφέρον του βιβλίου έγκειται στην προσπάθεια του Ζαφειρίου να συμπυκνώσει την έκφραση της σκέψης και του αισθήματος, αφαιρώντας κάθε περιττό στοιχείο. Έτσι, τα ποιήματα γίνονται λιτά, απέριττα και καίρια..

..Η Άτροπος των Ημερών σημειώνει μια σημαντική δημιουργική καμπή για τον Ζαφειρίου. Όσον αφορά κατ’αρχάς τη δόμηση του βιβλίου, η καμπή έγκειται στη συνθετική οργάνωσή του..

.. Το συνθετικό αυτό ποίημα του Ζαφειρίου κεντρώνεται γύρω από ένα βασικό θέμα της ποίησης των νέων στις δεκαετίες του 1980 και του 1990, το θέμα της φθοράς και του θανάτου. Ο Ζαφειρίου όμως δεν διολισθαίνει στις καταχρηστικά επαναλαμβανόμενες συμβάσεις των συνομηλίκων του ποιητών, στη ρητορική και δραματοποιημένη έκφραση και στη γλωσσική και μορφική κατασκευαστικότητα. Αντιθέτως, ο προσωπικός λόγος του συνδυάζει επιτυχώς την αφηγηματικότητα με την πυκνή και δραστική ποιητική διατύπωση. Η γραμματολογική και λογοτεχνική παράδοση με την οποία Η Άτροπος των Ημερών συνδιαλέγεται περιλαμβάνει από την Αποκάλυψη του Ιωάννη και την Καινή Διαθήκη , απηχήσεις του ύφους της οποίας απαντούν σε πολλά ποιήματα, μέχρι νεότερα ελληνικά και ξένα λογοτεχνικά κείμενα, από διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά ώς ποιήματα του Έλιοτ και του Ουίτμαν και τον Μόμπυ Ντικ του Μέλβιλ. Η βασική εξάλλου ιδέα του βιβλίου προέρχεται από την αρχαιοελληνική μυθολογία. Η Άτροπος, η μία από τις τρεις Μοίρες, είναι εκείνη που, σύμφωνα με την ησιόδεια Θεογονία , κόβει το νήμα της ανθρώπινης ζωής, σηματοδοτώντας τον θάνατο. Γύρω από την κυριαρχική αυτή αίσθηση της φθοράς, μια αίσθηση που διαπερνά τα πάντα, το παρελθόν και το παρόν, την ιστορία και τη συγχρονία, τον καθημερινό βίο και την ποιητική υπέρβασή του, ο Ζαφειρίου πλέκει τον ιστό της μεγαλεπήβολης σύνθεσής του. Αναζητά έναν τρόπο αναγνώρισης της ανθρώπινης ταυτότητας και μία οδό διαφυγής από τον αναπόδραστο θάνατο. Ακολουθεί την Άτροπο των ημερών στη μακρότατη πορεία της και ενώνει, κομμάτι κομμάτι, το κοινό νήμα του θανάτου..

.. Η Άτροπος των Ημερών δεν απευθύνει πάντως έναν πειθήνιο ύμνο στο διαχρονικό μοιραίο. Η τελική ευχή του βιβλίου Ας κινηθεί η πέτρα της σπηλιάς/ κι αυτό το σκήνος του νεκρού/ ας φωτιστεί για πάντα στο σεντόνι , μπορεί να ερμηνευτεί ως ένδειξη της ελπίδας ότι ο ποιητικός λόγος θα εξακολουθήσει να απολυτρώνει την ανθρώπινη φύση από την κυρίαρχη αγωνία της, εκείνη του θανάτου. Επίσης, στο αξιόλογο αυτό συνθετικό ποίημα του Ζαφειρίου, η αγωνία απαλύνεται από την παρήγορη αίσθηση μιας ατέρμονης διάρκειας. Την αίσθηση αυτή κατακτά κανείς όταν απολυτρωθεί από τη φθαρτή ατομικότητα και εντρυφήσει στον αείρροο Χρόνο: Δεν έχω τίποτα να επισκεφτώ στο παρελθόν/ γιατί όσα γνώριζα υπάρχουν και τώρα,/ γιατί το νέο μαθαίνεται με τρόπους του παλιού/ κι ο κόσμος που χτίζεται πάνω στον κόσμο/ υπάρχει κι αυτός από τότε που χτίζεται ο χρόνος.