Κατερίνα Κωστίου (Περιοδικό «Ποιητική», τεύχος 17, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2016)

 

Η ενοχή της ύπαρξης και η ποινή της γραφής: μια καταστατική συνθήκη στην ποιητική ανθρωπολογία του Σταύρου Ζαφειρίου

Ίσως να υπάρχει κάτι ακόμη να ειπωθεί. Μα

μου ξεφεύγει. Και μου ξεφεύγει, σκέφτομαι,

επειδή καμία λέξη δεν μπορεί να σπρώξει

ώς την κορφή της την ανάγκη

(Σταύρος Ζαφειρίου, Ενοχικόν, 2010)

 

Η ρητά καφκικής καταγωγής ποιητική σύλληψη του Σταύρου Ζαφειρίου Ενοχικόν (Ο μονόλογος ενός δράστη) (2010), αποτελεί από πολλές πλευρές την απαρχή μιας ποιητικής κορύφωσης που συνεχίζεται επιτυχώς και στις δύο επόμενες συλλογές του Προς τα πού (2012) και Δύσκολο (2014): ως προς τη μορφή, το βιβλίο συνιστά μια υβριδική ποιητική σύνθεση η οποία δοκιμάζει, και με τις δύο έννοιες, τα όρια των ειδών· ως προς τη θεματική διευρύνει, αλλά και συνοψίζει και συνθέτει θέματα που έχουν απασχολήσει τον ποιητή σε προηγούμενες συλλογές του: την ενοχή της ύπαρξης, τη διερεύνηση της γραφής ως επικύρωση του υπάρχειν, τη χαρτογράφηση της καταστατικής συνθήκης του ανθρώπου, τις ορίζουσες της ανθρωπινότητας, το μη νόημα της σεξουαλικής πράξης, την ταυτότητα του όντος, με όλα τα επιμέρους μοτίβα που συνέχουν την ιδιαίτερη ανθρωπολογία του: τα αδέσποτα, τον λύκο, την Ιστορία και τις ιστορίες, τα σύνορα, τη φθορά, τον θάνατο, τη γραφή· ως προς τη βασική ποιητική μέθοδο, η κατασκευή προσωπείων, που αποτέλεσε την κατεξοχήν ποιητική τεχνική στη συλλογή Η δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά (1992), εδώ πυκνώνει σε ένα πρωτεϊκό ποιητικό υποκείμενο, τον «δράστη», που με τον μονόλογό του κατευθύνει τον γνωσιοθεωρητικό προσανατολισμό κάθε μιας από τις δεκαπέντε ενότητες.

Παράλληλα, η βιωματική διάσταση του ποιητικού λόγου, που κυριαρχούσε στις πρώτες συλλογές του και ιδίως στο Ευλύγιστο πέλμα (1983) έως και τα Κατοικίδια (1997), με ήδη από τότε γόνιμες εξακτινώσεις στη φιλοσοφική θεώρηση της ανθρώπινης συνθήκης –παρά τη συμβατή με την ηλικία έξαψη της συνάντησης με τον Άλλο, ιδίως τον ερωτικό Άλλο, και τη συνακόλουθα ανήσυχη ρητορική–, δεν εγκαταλείπεται τελείως, αλλά μέσα από μια πολύτροπη και πολύσημη γλώσσα αναπτύσσεται ένας λόγος βαθειά ριζωμένος στην ιδιοσυστασία της φυλής του ανθρώπου. Ακόμη, η εξαρχής διακριτή και σε μεγάλο ποσοστό ρητή, μέσω των σημειώσεων του ίδιου, διακειμενική σύσταση του ποιητικού του λόγου, εδώ γίνεται ο συνταγματικός άξονας της γραφής και η αυτοαναφορική διάσταση της ποιητικής γλώσσας υποστασιώνει οργανικά την ποιητική ύλη. Τέλος, η θεατρικότητα που συχνά διέπει την ποιητική του, εδώ παίρνει τη μορφή της σκηνικής διευθέτησης του χωροχρόνου και της αυτοσκηνοθέτησης: το ποιητικό υποκείμενο σκηνοθετεί τον εαυτό του, ξεκινώντας με το παράδοξο της ανάγνωσης ενός χαμένου χειρογράφου ή μάλλον κάποιων εκτυπωμένων σελίδων Α4 που ανεξήγητα έπαψαν να βρίσκονται στην κατοχή του, σ’ έναν απροσδιόριστο χρόνο όπου εμπεριέχεται και η διαδικασία της γραφής τους.

 

Στη συνέχεια ξετυλίγεται με επιμονή και συνέπεια ως προς τους συμβολισμούς και τις αλληγορικές εκβολές του λόγου, ο προβληματισμός που ενοικεί στο χαμένο χειρόγραφο, εκ προοιμίου ακυρωμένος αφού κατά τον συντάκτη του δεν μπορεί να

ενδιαφέρει κανέναν ένα κείμενο όπου «δεν συντελείται το παραμικρό». Μέσα σε μια καφκική ατμόσφαιρα ασφυκτικού εγκλεισμού, σε αόριστο χωροχρόνο ο οποίος περιγράφεται επιμελώς για να ακυρωθεί μέσα από τον διαχρονικό οντολογικό προβληματισμό που ακολουθεί, το ποιητικό υποκείμενο θα ορίσει εξαρχής τη διακειμενική του σταθερά, τα Μπλε Τετράδια του Κάφκα, ένα οδοιπορικό ανθρωπογνωσίας και αυτογνωσίας, και την Αποικία των τιμωρημένων, έργο γραμμένο ακριβώς πριν από έναν αιώνα, μια ανατομία των εννοιών της ενοχής, της τιμωρίας, της εξουσίας και κάθε μορφής ολοκληρωτισμού, εννοιών που διατρέχουν και την ποιητική σύνθεση του Ζαφειρίου.

Σε μια δυστοπία όπου κυριαρχεί η καταστροφή, το ποιητικό υποκείμενο χαρτογραφεί τον αφανισμό του παλιού κόσμου, τη συντελεσμένη ήττα του επόμενου κόσμου, και φυσικά την Πτώση του ανθρώπου «στους αμείλικτους καιρούς», διερευνώντας τη φυσιολογία τού πριν και τού μετά, από την αθωότητα του λύκου στην ενοχή της αυτοσυνειδησίας και της γλώσσας. Η «υποτιμημένη επιτάχυνση μιας προδιαγεγραμμένης εντροπίας», οι «στρατιές των ψευδαισθήσεων» που «περνούν τα σύνορα», οι «ανύποπτοι σκλάβοι» που «βαδίζουν μέσα στις ενέδρες» αποτελούν εκβολή ενός διαρκώς αυτοαναιρούμενου ποιητικού υποκειμένου που απορεί, με τη διπλή σημασία της λέξης (διαλογίζεται και συγχρόνως επιδεικνύει το αδιέξοδο του διαλογισμού του πάνω στην ανθρώπινη συνθήκη). Εντεταλμένη να στοιχειοθετήσει την πλάνη της αλλά και να ενορχηστρώσει την παρανάγνωση της πλάνης, να επιτελέσει την ποιητική γραφή αποκαλύπτοντας τους αρμούς της, η ποιητική περσόνα που κατασκευάζει ο Ζαφειρίου κατάγεται από τον γερμανικό ρομαντισμό, αφού το βασικότερο καταγωγικό της συστατικό είναι η ειρωνεία, η οποία διαποτίζει ποικιλοτρόπως όλο το κείμενο αλλά και προεξαγγέλλεται ήδη με την ασύμβατη ομαδοποίηση μιας εγγραφής του Κάφκα στα Ημερολόγιά του, η οποία χρησιμεύει ως επιγραφή της συλλογής: «Η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσσία. Το απόγευμα κολυμβητήριο».

 

Ανήμπορο να «εναντιωθεί στο διαρκώς και πιο ακατανόητο», το ποιητικό υποκείμενο επανέρχεται μέσα από μια σπειροειδή κίνηση συλλογισμών, από το συγκεκριμένο προς το γενικό, από την τραγωδία του Άουσβιτς στην καμένη σάρκα της Ιστορίας, από την παρατήρηση του Άλλου στην αυτοέκθεση, από την άρνηση της έμπνευσης, στην καταγωγική ανίχνευση του λόγου της τέχνης ως εσκεμμένου ψεύδους που προστατεύει από την αλήθεια, από τη ρεαλιστική απεικόνιση στην αλληγορική μεταποίηση των εικόνων, από την καταδηλωτική λειτουργία της γλώσσας στην μεταγλωσσική της περιδίνηση. Χαρτογράφηση της ανθρώπινης εμπειρίας ως βιωμένου λόγου και συνάμα δοκίμιο πάνω στον λόγο ως απόδειξη της ανθρώπινης εμπειρίας, το Ενοχικόν καταδεικνύει την ειρωνική του υπόσταση ήδη από την πρώτη σημείωση με την οποία σημαίνεται η αυθαιρεσία του τίτλου και νομιμοποιείται η αποκλίνουσα ερμηνεία του: «Παρά την επισήμανση φίλων νομικών, ότι το Ενοχικό (Δίκαιο) ρυθμίζει τις έννομες σχέσεις με βάση τις οποίες ένα πρόσωπο οφείλει να προβεί σε μια πράξη ή σε μια παροχή προς ένα άλλο και δεν καλύπτει την έννοια της ενοχής ως αποτέλεσμα άνομης πράξης –πολύ δε περισσότερο ως συναίσθημα–, προτίμησα εντούτοις να διατηρήσω τον τίτλο «Ενοχικόν», σαν μια επί πλέον αυθαιρεσία μεταξύ των άλλων μου αυθαιρεσιών.» Εξίσου ειρωνικοί οι τίτλοι των δεκαπέντε ενοτήτων, λατινικές φράσεις με γνωμική ισχύ, όπως ο ίδιος πληροφορεί τον αναγνώστη, οι οποίες ανάγονται σε ένα μεγάλο φάσμα κειμένων, επισχολιάζουν ειρωνικά το περιεχόμενο της ενότητας που επιστέφουν.

Η ειρωνική αυτοέκθεση της ποιητικής δυστοκίας μέσω της υπονόμευσης της μεταφυσικής ερμηνευτικής στο πέμπτο κεφάλαιο που επιγράφεται «ita res est» («Έτσι έχει το πράγμα») –φράση που επανέρχεται σε μεσαιωνικά λατινικά σχόλια των Μεταφυσικών του Αριστοτέλη–, ύστερα από αλλεπάλληλο ομόλογο και ομόκεντρο στοχασμό και αναστοχασμό της συγγραφής του χειρογράφου καταλήγει στο παρακάτω αυτοαναφορικό σχόλιο, μιας ακραία ειρωνικής γλώσσας: «Ό,τι προείχε στις συνθήκες που διαμόρφωνε η παρούσα δυνητική συγκυρία, ήταν η εκ του ασφαλούς επαναδιαπραγμάτευση του αρχικού μου μύθου, του αρχικού μου θέματος, μία εκ νέου διευθέτηση του χαρίεντος χώρου των αντιφάσεων και παραδοξοτήτων, έτσι ώστε όλα να στοιχηθούν επιτέλους στην τάξη της κοινής παραδοχής, με όρους πλέον μιας μητροπολιτικής διαλεκτικής, απαλλαγμένης από τ’ αδίκαστα εγκλήματα, τα σκάνδαλα και τις παρανοήσεις της άποικης γλώσσας». Παραιτημένο από την μάταιη προσπάθεια ελέγχου «κάθε είδους χρονικής προβολής αιτίας και αποτελέσματος, πάνω στην οποία θα στήριζε το θέμα του και την ανάπτυξή του», το ποιητικό εγώ αναδιευθετεί τα υλικά του, δηλαδή τις αυτοαναφορικές του διερωτήσεις και τις βιωματικές του αφορμήσεις, θέτοντας ξανά με νέο τρόπο τα οντολογικά του ερωτήματα για την πολλαπλή ενοχή τού όντος μέσα από δύο διευρυμένες μεταφορές: των αδέσποτων και του λύκου. Τα πρώτα επανέρχονται ως σύμβολο σοφίας αφού «πάντα γνωρίζουν πως ο δρόμος έχει την κατεύθυνση εκείνη που ο ίδιος του δίνεις» αντίθετα με τους ανθρώπους που «αν και γνωρίζουν τον ακριβή τους προορισμό, αν και ήδη από τη στιγμή που κόβεται ο ομφάλιος λώρος τους βρίσκονται αναπόδραστα στη διαδρομή προς τον ακριβή τους προορισμό, προσπαθούν με τους πιο ένοχους και ανακόλουθους τρόπους να διαταράξουν αυτή την πορεία, προσπαθούν εντελώς τραγικά και αδιανόητα, ή και ανόητα πολλές φορές, και μάλιστα το προσπαθούν σε όλη τους τη ζωή, να λοξοδρομούν απ’ αυτή την πορεία». Ο λύκος αποτελεί κομβική έννοια όχι μόνο στο έκτο κεφάλαιο της συλλογής, που επιγράφεται «homo homini lupus» («ο άνθρωπος για τον άνθρωπο λύκος»), κατά τη γνωστή ρήση του Άγγλου φιλοσόφου Τόμας Χομπς, αλλά και στο ένατο κεφάλαιο, όπου εξελίσσεται σε ευρηματική μεταμόρφωση της ποιητικής περσόνας. Όπως είναι γνωστό, κατά τη φροϋδική αντίληψη, ο άνθρωπος καταδικασμένος να παράγει πολιτισμό, πρέπει να εγκαταλείψει την αυθεντικότητα του λύκου και να εξημερωθεί, δηλαδή να γίνει γλώσσα και συνείδηση. Στο Ενοχικόν ο λύκος γίνεται μια πολύσημη μεταφορά, υπερβαίνοντας τις συνήθεις σημάνσεις του ως συμβόλου του ορμέμφυτου και του ενστίκτου.

 

Μέσα από οριακούς εννοιολογικούς διασκελισμούς και με καλά χορδισμένη ρητορική ο Ζαφειρίου ενορχηστρώνει μια ποιητική μεταγλώσσα δύστροπη, απαιτητική, κάποτε παράδοξη, διερευνώντας την καταγωγική σύσταση της ανθρώπινης φύσης, φύσης εν φύσει, κλεισμένης «στον κλοιό της ματαιότητάς της». Συνεχίζοντας με εμμονή την πορεία διερεύνησης του οντολογικού προβληματισμού του Κάφκα περί ενοχής, στο έβδομο κεφάλαιο που αυτοσαρκαστικά επιγράφεται «difficiles nugae» («δύσκολες φλυαρίες»), φράση από επίγραμμα του Μαρτιάλη, ο ποιητής συνδέει αριστοτεχνικά και στη σωστή δοσολογία τη φροϋδική σκέψη που υποστασιώνει το μοντέλο για το ένστικτο της καταστροφής με την καφκική οντολογία και με την Αποκάλυψη του Ιωάννη, για να μετατρέψει μέσα στη δική του κοσμολογία τον θύτη σε θήραμα και να δείξει πως «η ενοχή δεν υφίσταται ως μια αλληγορική –κατ’ ουσίαν άνομη και ανήθικη– πράξη τούτης της φύσης απέναντι στους άλλους ή και στον ίδιο της τον εαυτό, αλλά ως μια πράξη βιολογικά καταγωγική, φωτισμένη από όλους τους προβολείς του ανθρώπινου δράματος και υποταγμένης στους εικότες νόμους της ανάγκης». Γίνεται έτσι η καφκική τακτική μια ιδιοφυής πρακτική που φωτίζει «τη στρεβλή και ατελή ηθική σχέση της ενοχής με τον άνθρωπο και του ανθρώπου με την ίδια τη φυσική ανθρώπινη εμπειρία». Και η ποιητική γραφή μετατρέπεται στη μοναδική εφικτή, λυτρωτική και συνάμα σαρκοβόρα ποινή της καταγωγικής ενοχής του ανθρώπου. Στο απέραντο θέατρο του κόσμου, ο μονόλογος του δράστη ηχεί σαν μια απεγνωσμένη προσπάθεια ανασύστασης της πρωτογενούς φύσης του ανθρώπου, πριν χάσει το νήμα στον λαβύρινθο των μύθων: «Είμαι ο λύκος. / Αυτός που η όψη του μουδιάζει τις καρδιές σας, / αυτός που πνίγει τα νεογέννητα του ύπνου σας. […] Το δέρμα μου ανοίγει καταπάνω σας σαν φως! / Όταν μου λείπει τους χειμώνες η τροφή / αναζητώ τα μονοπάτια μου που χάθηκαν στις πόλεις. / Όχι ασφαλώς στις εργάσιμες ώρες σας / ούτε με την πασίγνωστη στολή του εαυτού μου. / Φορώ κουρέλια και σκουφί σαν πολυμήχανος / ομοιώνομαι τον ναυαγό / που αντίκρισε τη γη των λωτοφάγων.»

 

Το ανέφικτο της συνάντησης με τον Άλλο, η ιστορία ως ατομικό αδιέξοδο βίωμα και ως καταστροφική συλλογική συνθήκη, ως εξαθλιωτική διαδρομή «στον επηρμένο ωκεανό της ουτοπίας», υποστασιώνουν μιαν αφήγηση όπου εναλλάσσεται ο δοκιμιακός στοχασμός πάνω σε θέματα οντολογικά, η αυτοαναφορική διερεύνηση της συγγραφικής πράξης του συγκεκριμένου κειμένου και σπαράγματα ποιητικού λόγου με υπονομευμένες τις προϋποθέσεις του λυρισμού. Οριακή υπονόμευση αυτών των προϋποθέσεων συνιστά το ενδέκατο κεφάλαιο με τίτλο «dehemur morti nostraque» («χρωστούμεθα στον θάνατο και μεις και τα δικά μας»), φράση από την Ποιητική Τέχνη του Οράτιου, όπου το γεγονός και η διαδικασία του θανάτου περιγράφονται με όρους ρεαλιστικούς δίχως ίχνος ελεγειακής αποδρομής. Η κορύφωση του δράματος και συνάμα το απόγειο της ειρωνείας έγκειται στον αυτοαναφορικό προβληματισμό του δέκατου τρίτου κεφαλαίου με τίτλο «me adsum qui feci» («ο δράστης είμαι εγώ»), όπου το ποιητικό εγώ ανατέμνει τη βάσανο της γραφής καταρρίπτοντας τις θεωρητικές της προϋποθέσεις και συμβάσεις: «σε αυτό ακριβώς το σημείο κολλάω θέλοντας ν’ αποφύγω λέξεις κακές όπως: πρόσληψη, κατανόηση, προσδοκία, πρόθεση, ερμηνεία, ανταπόκριση και, ωστόσο, μην έχοντας άλλες· σε αυτό ακριβώς το σημείο σπαταλάω τον χρόνο μου, μέχρι που παίρνω επιτέλους την απόφαση να εγκαταλείψω ηττημένος τον αγώνα, ν’ αφήσω τα πάντα έτσι όπως είναι, στη θέση τους, κι ας μοιραστώ το κρίμα μου με όλους εκείνους που έχουνε στοιχειώσει μ’ ἐνοχές ό,τι υπάρχει τάχα ή δεν υπάρχει εντός κειμένου ή με όλα εκείνα που με έχουν ταλανίσει από τα πρώτα μου κιόλας κεφάλαια, από τις πρώτες μου κιόλας γραμμές, εκείνα που ολοένα και προστίθενται στη γενικότερη ανασφάλειά μου ως ατόμου, αλλά και στην, εν μέρει εσκεμμένη, εν μέρει εκ των ενόντων επιβεβλημένη, απουσία κεντρικού μύθου και πλοκής, ολοκληρωμένων ανθρώπινων χαρακτήρων και των διαλογικών συγκρούσεών τους». Παγιδευμένος στους δαιδάλους της σκέψης και του λόγου, στις «παραγράφους του θανάτου», ο «δράστης» ψάχνει να συλλάβει μια ένοχη ιδέα και κατόπιν να επινοήσει μια ένοχη πράξη για να καταστεῖ δυνατή η λυτρωτική τιμωρία, δηλαδή η πράξη της γραφής. Έχοντας αποκηρύξει «την έμπνευση και τα επακόλουθά της» βρίσκεται υποχρεωμένος «να περιορίσει την έρευνα για την ένοχη πράξη του σ’ αυτά τα συγκεκριμένα πεδία της εμπειρίας και της αντίληψής του». Η επόμενη, συντομότερη όλων, αιφνιδιαστική δέκατη τέταρτη ενότητα με τίτλο «res, non verba» («Έργα, όχι λόγια»), αποτυπώνει την παραπάνω διαδικασία: η εμπειρία μεγεθύνεται και επιβάλλει ειρωνικά μια διπλή εκδοχή της ενοχής, με την εισβολή του αποστασιοποιημένου, δημοσιογραφικού, αδιάφορου, παρά το επαχθές σημαινόμενο, λόγου: «Φρίκη στους δρόμους. Άγνωστοι εξόντωσαν τα αδέσποτα της πόλης». Το τελευταίο κεφάλαιο που επιστέφεται με τη φράση «finis coronat opus» («το τέλος κρίνει το έργο») από τον Εκκλησιαστή, αποτελεί το ειρωνικό κρεσέντο της ποιητικής διαδρομής, όπου το συγγραφικό εγώ επανέρχεται στην ποινή της γραφής, στο χαμένο χειρόγραφο, στο σπάραγμα γραφής που τελικά δεν χάθηκε, αφού ενδεχομένως ενσωματώθηκε στα συμφραζόμενά του, στο μεγάλο βιβλίο του Κόσμου.

 

Πιστός στη μεταμοντέρνα συνθήκη, αλλά ανένταχτος, αταξινόμητος, καθηλωτικός και παράδοξος ο ποιητικός λόγος του Ζαφειρίου αποτίει φόρο τιμής στον γερμανικό ρομαντισμό και σε όλη την υποκείμενη φιλοσοφία που προηγήθηκε, η οποία ανήγαγε το «παιχνίδι», δηλαδή τη δημιουργία, σε μοναδικό όπλο ενάντια στην καταγωγικά αντίδικη μοίρα του ανθρώπου. Ενσωματώνοντας δυναμικά, που σημαίνει όχι ως βοηθητικό υλικό αλλά ως δομικούς αρμούς του προβληματισμού του, αρχαία φιλοσοφία, βιβλικά κείμενα, ευρωπαϊκή λογοτεχνία στον λόγο του ο Ζαφειρίου αποθεώνει τη διαλεκτική ως διαδικασία ύπαρξης και το μη νόημα ως συνθήκη συμβατή προς την ανθρώπινη φύση. Με αυστηρή οργάνωση και αρχιτεκτονική, μέσα από έναν δήθεν «της γλώσσας αγώνα άγονο», η ποιητική σύνθεση Ενοχικόν καθιστά τον αναγνώστη συνένοχο της κατανόησης. Μιας κατανόησης που κατακτάται αλλά και διαφεύγει ή, ακόμη, υπεκφεύγει ώς το ανοιχτό τέλος με την ευρηματική τριπλή εκβολή του, όπου διαθλάται η πολλαπλότητα όχι μόνο της διαθεσιμότητας του κειμένου αλλά και της πρόσληψής του μέσα από αυτοαναφορικά σχόλια του ποιητικού εγώ, όπως το παρακάτω: «Ό,τι και να ασπαστώ θα είναι αλήθεια. Σαν αντιθέσεις που η φιλάρεσκη ενοχή του τις μετέτρεψε σε παραπληρωματικές της συζυγίες. Ή σαν τον χρόνο που αχαλίνωτος εισβάλλει από παντού, παραβιάζοντας το πριν, το τώρα και το θα του».

 

Κατερίνα Κωστίου

 

Περιοδικό «Ποιητική», τεύχος 17, Άνοιξη-Καλοκαίρι 2016