Αλέξης Ζήρας (Περιοδικό «Το Κοράλλι», τεύχος 8, Ιανουάριος-Μάρτιος 2016)

Η δυσκολία να οριστεί και να λυτρώσει η σύγχρονη ποίηση

Σταύρος Ζαφειρίου, Δύσκολο, εκδ. Νεφέλη, 2014

Ι

    Οι «εμπόλεμες» ιστορίες του Σταύρου Ζαφειρίου δεν προέκυψαν τελευταία. Στεγάζονται εδώ και αρκετά χρόνια στις συλλογές του, αποτελώντας μαζί με τις άλλες, τις καθαυτό βιωματικές του ιστορίες, όσο και τις συχνές αναπαραστάσεις μύθων και βιβλικών ή πολιτικών μυθολογιών, εναύσματα στοχασμών που, άλλοτε με δραματικούς μονολόγους και άλλοτε με διαλογικές, δραματουργικές επινοήσεις, ουσιαστικά προσηλώνονται σε ό,τι σχηματικά θα ονομάζαμε εμπειρίες ορίων: γεωπολιτικών, ιδεολογικών, φαντασιακών, χωροταξικών, χρονικών κοκ. Σε ένα από τα προηγούμενα βιβλία του, τα Χωρικά (2007), που ο ίδιος ο ποιητής διευκρινίζει πως πρόκειται για «1+19 ποιήματα για τον χώρο», εμφανίζεται στο προσκήνιο ως διακειμενική περσόνα ο χωρομέτρης Κ. από τον Πύργο του Φραντς Κάφκα, αυτός που ενσαρκώνει όσο κανένα άλλο μυθιστορηματικό πρόσωπο τη ματαιότητα των ορίων. Σ’ ένα άλλο, το «Επιτέλους τα σύνορα», αναπαριστάνεται η βιβλική μάχη με τον Ιησού του Ναυή, ενώ στο «Lebensraum», σατιρίζοντας πικρά τη ναζιστική θεωρία του ζωτικού χώρου, ο Ζαφειρίου βλέπει τον πόλεμο και τον στρατό να ρίχνουν τα ζάρια της ισχύος τους στο τίποτε: «Ο στρατός / καινούρια σύνορα θα δώσει στη φυλή του. / Άνθρακες, θησαυρούς και ανοχύρωτες / πόλεις που ούτε γνωρίζει τ’ όνομά τους […] Κι αν τους νικήσουν τι θα κάνουν οι νεκροί; / ― Οι νεκροί / καινούρια μνήματα θα δώσουν στη φυλή τους. / Καινούριο τόπο στους νεκρούς· στους νεκρούς / μια νέα χώρα, να χωρέσουν όλοι.»

Ως «Πολεμική ιστορία», και πάλι ρητά, καθώς έτσι είναι ο υπότιτλός της, χαρακτηρίζεται και η ποιητική σύνθεση του επόμενου βιβλίου, Προς τα πού (2012). Η σύνθεση αυτή του Ζαφειρίου, αν και δείχνει να θέτει υπόρρητα και όχι εμφανώς το εκκρεμές της ερώτημα, νομίζω ότι με το «πού» δεν περιορίζεται στην κατάδειξη του άγνωστου προσανατολισμού της εποχής μας –λόγου χάρη το πού πηγαίνει ο κόσμος ή το πού πηγαίνει η ιστορία. Μαζί με αυτά, μαζί με την απορία, το άγχος και την αγωνία για ένα τερατώδες παρόν που κοιλοπονά το ακόμα τερατωδέστερο παρελθόν του, αναπτύσσονται στο δημιουργικό πεδίο της λογοτεχνίας μια σειρά ερωτημάτων που σχετίζονται με το ήθος της: μπορεί, λόγου χάρη, να οριστεί μια νέα αποστολή της ίδιας της ποίησης ως τέχνης οργανικής, όπου συμψηφίζεται, μαζί με την πολιτική της στάση, ο σύγχρονος διακειμενικός της ορίζοντας;

Η αλήθεια είναι ότι γενικότερα την ποίηση του Σ. Ζαφειρίου την προσέλκυε από παλαιότερα ο πειρασμός της συνάρθρωσης διαφόρων στοιχείων, προερχόμενων από μια ποικιλία γνωσιολογικών, επιστημονικών, θρησκειολογικών, μυθολογικών πεδίων, με αποτέλεσμα, το ποίημα να φέρει ένα βάρος εμπράγματο, ένα φορτίο ιδεών, όρων, ορισμών, συμβόλων, ονομάτων, που ο ποιητής θεωρούσε (και θεωρεί) ότι ο σχολιασμός τους είναι απαραίτητος για την καλύτερη γνωσιακή πρόσληψή του. Στο Προς τα πού διακρίνουμε αμέσως αυτή τη συνάρθρωση, τη σύνθεση τεκμηρίων, στοχασμών, σχολίων και σημειώσεων που συγκλίνουν δυνάμει σε μια ενότητα θέσεων και ανοίγουν στον αναγνώστη έναν διαφορετικό, από ό,τι συνήθως συμβαίνει, ορίζοντα αναστοχασμού. «Ποια στιγμή ιστορίας εξυψώνει τη βούληση; / Σε ποια ιστορία η βούληση είναι ενοχή; / Μια ιστορία διασχίζοντας τις εκτάσεις του χρόνου, / προς τους αθέριστους λειμώνες του κενού / και μια ιστορία μη κίνησης, / που παγιδεύει τον χρόνο στον χρόνο της» («Το ταξίδι του αίματος, ΙΙ, σελ. 27). Έτσι, η προβολή του έμμεσου ερωτήματος «προς τα πού» μπορεί να κατευθυνθεί η ποίηση, αναπτύσσεται σ’ ετούτη τη σύνθεση σύμφωνα με την πραγματολογική βάση δεδομένων της «Πολεμικής ιστορίας». Με την έννοια ότι κάθε πόλεμος (και φυσικά όχι μόνο ο πόλεμος που οδήγησε το 1945 στον απηνή βομβαρδισμό της Δρέσδης από τους δυτικούς συμμάχους) εγείρει ένα βασικό ερώτημα: έχει νόημα (και ποιό) η τέχνη απέναντι στους αλλεπάλληλους θριάμβους του ηθικού κακού, του απανθρωπισμού, οι οποίοι συνιστούν εντέλει την πάγια ταυτότητα της ιστορίας; Με το να συμπλέκει ο ποιητής στη σύνθεσή του τον γνωστό, πανάρχαιο φαουστικό μύθο, όπου η οίηση και η έπαρση επεμβαίνουν και διαστρέφουν τη φυσική τάξη πραγμάτων, δημιουργώντας τερατογενέσεις, μας δείχνει με έναν πλάγιο τρόπο ότι η τέχνη (και η ποίηση) της εποχής μας είναι ανάγκη να θέτει μπροστά στον σύγχρονο οιηματία, τον νεοτερικό άνθρωπο, την προοπτική βάθους που του επιφυλάσσει η μάταιη επίδειξη της δύναμής του. «Αν το μίσος είναι η παλίρροια του κοσμικού σφυγμού της ιστορίας, / η πανάρχαια φλέβα στο ταξίδι του αίματος· / αν το μίσος είναι το άρμα του αίματος / στον ιππόδρομο του άρτου και των θεαμάτων, / τότε προς τι οι παλινωδίες του Αντόρνο, / τα περί βαρβαρότητας της ποίησης / και οι αξιωματικές του φλυαρίες;» (σελ. 26-27).

 

ΙΙ

    Ένα από τα πρώτα βιβλία του Σταύρου Ζαφειρίου ήταν η συλλογή του Στη μουβιόλα (1986). Διαβάζοντας το Δύσκολο, την πρόσφατη ποιητική του σύνθεση, ο τίτλος εκείνος μου ήρθε συνειρμικά στον νου, γιατί αν κάποιος το δει από καθαρά τεχνικής απόψεως, η κίνηση του ποιητικού λόγου, τα συνεχή μπρος πίσω, οι ελιγμοί, οι στάσεις, οι πολυκεντρικοί εστιασμοί μοιάζουν αρκετά με τον χειρισμό της μουβιόλας –τουλάχιστον γι’ αυτούς που είναι εξοικειωμένοι με την κινηματογραφική ορολογία. Υπάρχει στο Δύσκολο μια ακατάπαυτη κίνηση, κίνηση που προσφυώς ο ποιητής εντόπισε και στον αφηγηματικό ρυθμό του Μπερλίν Αλεξάντερπλατς, του έξοχου, εξπρεσιονιστικού και εν πολλοίς ρηξικέλευθου μυθιστορήματος του Αλφρεντ Ντέμπλιν (1878-1957), στο οποίο και αναφέρεται, θέλοντας να παραλληλίσει την επιφανειακή ελαφρότητα της εποχής της Βαϊμάρης με την επιφανειακή ελαφρότητα του σημερινού τουριστικού Βερολίνου. Την ώρα που συμβαίνουν αδιάφορα επεισόδια, κάτω από τη φλούδα των πραγμάτων λειτουργεί αδυσώπητα η ιστορία, όπως ακριβώς σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος του Ντέμπλιν συνεργεία εργατών και μηχανικών σκάβουν συνεχώς και αλλάζουν τις υπόγειες εγκαταστάσεις της πλατείας σαν να ανακατεύουν τα έντερα της πόλης! Αυτή τη διαρκή κίνηση, άλλοτε ρυθμικά και άλλοτε άρρυθμα, θα βρει ο αναγνώστης στο Δύσκολο. «Στο μεταξύ της διάλυσης και της δημιουργίας / πώς θορυβούν σαν έντερα τα σωθικά της πόλης! / Πώς η ανίδεη ζωή βαδίζει πάνω στο χαρτί, / κόβοντας δρόμο μέσα απ’ τη γραφή κι από το σύμπαν!» («Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν», VI, σελ. 33). Μάλιστα, θα έλεγα ότι οι εναλλαγές της κίνησης του λόγου του Ζαφειρίου, κάνουν πιο υποφερτή τη μεγάλη του πυκνότητα, την «κρυπτεία» της, όπως ο ίδιος παραδέχεται σ’ έναν του στίχο. Και δεν αναφέρομαι μόνον στα τελευταία του βιβλία. Νομίζω πως δεν υπάρχει καν ποίημά του όπου να μην έχει ο ρυθμός κυριαρχική σημασία, αποτελώντας συστατικό στοιχείο της αφήγησής του.

Το Δύσκολο, αυτό το σπονδυλωτό ποίημα που αναπαραστάθηκε με βάση τις πέντε διακρίσεις του Ιταλού συγγραφέα Πρίμο Λέβι (1919-1987), όταν ο τελευταίος προσπάθησε να εννοήσει την παθητική σχέση των Γερμανών με το ναζιστικό καθεστώς –αυτή την ταφόπλακα του ορθού λόγου, όπως ήταν ένας από τους χαρακτηρισμούς του Γκέοργκ Λούκατς–, είναι από πολλές πλευρές ένα δύσκολο στη σύλληψη και στην ολοκλήρωσή του εγχείρημα. Παραλληλίζοντάς το με την προηγούμενη χρονικά ποιητική σύνθεσή του Προς τα πού, με την οποία έχει αρκετές ομοιότητες (η κατάρρευση του φαουστικού μύθου μέσα στη ναζιστική θηριωδία), θα μπορούσαμε να πούμε ότι ως σύνολο είναι οργανικά πιο δεμένο στα μέρη του, αν και ενδεχομένως γράφτηκε ως συνέχεια και κορύφωση μιας κατάστασης δραματικού αναστοχασμού για τις αυταπάτες της ιστορίας. «Δεν είναι μνήμη οι μορφές· / μνήμη είναι αυτό που μας ξεφεύγει απ’ το περίγραμμα» («Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν», VI, σελ. 32). Έχουμε κι εδώ, όπως στην αμέσως προηγούμενη σύνθεση, μια συνάρθρωση ποικίλων αλλά όχι ετερόκλητων στοιχείων, σχολίων, αποφθεγμάτων, φράσεων που έμειναν μνημειώδεις, αλλά και εμβληματικών προσώπων, όπως ο Σαιν-Ζυστ, ο Μαρξ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Σαρτρ, ή μυθικών μορφών, όπως η Χίμαιρα, ο Ίκαρος, ο πρίγκιπας Μίσκιν στον Ηλίθιο, έτσι ώστε η ίδια αυτή σύνθεση του Δύσκολου να αποτελεί παράλληλα έναν χάρτη του πολιτισμικού και πολιτικού γίγνεσθαι της Δύσης, των ρήξεων και των ανατροπών, ο οποίος, όσο η κρίση αξιών στον 20ο αιώνα βαθαίνει, τόσο περισσότερο γίνεται και πιο διάτρητος. Όμως, τα συνεχώς πολλαπλασιαζόμενα Άουσβιτς, οι εκατόμβες του Κατίν και του Κάμενετς-Ποντόλσκ, όπου ο ναζιστικός ολοκληρωτισμός συναντήθηκε με τον σταλινικό στις ίδιες περίπου πρακτικές –το κόμμα και ο αρχηγός ως εκπρόσωποι του θεού επί της γης– δεν είναι δωρήματα μόνον της εποχής του μοντερνισμού· αυτό το μάθαμε καλά! Αν μας αρέσουν οι συγκρίσεις, το Δύσκολο, αλλά και συνολικά η ώριμη ποίηση του Ζαφειρίου είναι της ίδιας ρομαντικής πνοής και ενός παρόμοιου προβληματισμού με την ποίηση του Ηλία Λάγιου, του Σπύρου Βρεττού, του Γιώργου Μπλάνα, της Κύπριας Ελένης Κεφάλα, του Κώστα Κουτσουρέλη, του Σταμάτη Πολενάκη, ποιητών δηλαδή που έχουν επανεντάξει ρητά την πολιτική διερώτηση στο έργο τους. Τα αδιέξοδα και οι τερατογενέσεις της εποχής της όψιμης νεωτερικότητας είναι που τους έκαναν, μερικούς συνειδητά άλλους ασύνειδα, να εξωθηθούν προς ένα νέο όραμα ανατροπής: «Όσοι βολεύτηκαν να υπάρχουνε με λέξεις, συντάσσοντας τις λέξεις με την ύπαρξη· / όσοι οπλίστηκαν οιωνούς για ν’ απευθύνουν τις κατηγορικές τους προσταγές στις αυταπάτες τους / –πόση ακράτεια νεο-ιδεαλισμού, με τις αναγκαιότητες ν’ ασφυκτιούν μες στα πυκνά κλαδιά των αναλογιών τους!» («Αυτοί που όταν τους ρωτούν δεν απαντούνε», V, σελ. 45).

 

ΙΙΙ

Το Δύσκολο είναι μια σύνθεση χτισμένη με λεπτοδουλειά πάνω σ’ έναν εκπληκτικό όγκο διακειμένων. Μπορεί να δείχνει με τον πυκνό και σε πολλά σημεία σκοτεινό, ως προς το νόημά της, ποιητικό λόγο, μια αφήγηση χαοτική (η έννοια και η εικόνα του χάους είναι τόσο κοντά στον ρομαντισμό), σπανίως όμως θα συναντήσουμε στις πέντε ενότητές της μια φράση, έναν στίχο, μια εικόνα που δεν μας «στέλνει» σ’ ένα συμβάν, σ’ ένα σημαίνον της ιστορίας. Έτσι ώστε να είναι το σημαίνον αυτό μήτρα επάλληλων σημαινόντων, ενίοτε με διαχρονικές αναφορές και με κύριο και έκδηλο χαρακτηριστικό της συνάφειας των σημαινόντων ότι φτιάχνουν ένα οργανικά δεμένο σύνολο σχολίων, υπαινιγμών, συσχετισμών κλπ. Η δυσκολία του Δύσκολου βρίσκεται εκεί προπάντων: στο ότι μας καλεί να είμαστε ως αναγνώστες σε μια συνεχή εγρήγορση, συμπαίχτες στο διαλογικό και διαλεκτικό παιχνίδι, καθώς ο ορίζοντας της όλης σύνθεσης του Στ. Ζαφειρίου δεν είναι μόνο, όπως ήδη είπαμε, ο 20ός αιώνας, το γνωστό και συντελεσμένο, αλλά το οιονεί συντελούμενο ως ποιητικό δρώμενο του παρόντος. Έτσι, οι πυκνές παραπομπές σε λόγια και αποσπάσματα κειμένων του Εκκλησιαστή, του Ησαΐα, του Ομήρου, του Ησιόδου, του Τ.Σ. Έλιοτ, θα έμοιαζαν ξεκάρφωτες σ’ αυτή τη ρέουσα ποιητική αφήγηση, αν δεν ενσωματώνονταν στην έντονα δραματική ρομαντική της γλώσσα. Η τέτοια δραματική και δραματουργική ένταση είναι που αλλάζει άρδην τον αναμενόμενο ιερουργικό τόνο των βιβλικών και των αρχαίων αποσπασμάτων, αποσπώντας τα από το νόημα με το οποίο τα έδεσε και μας τα παρέδωσε η φιλολογική παράδοση: λ.χ.: «Εκεί όπου πρέπει να σταθείς και να εξηγήσεις / πώς ό,τι ονομάτισες αποστρέφεται πια τ’ όνομά του / πώς ό,τι περιέγραψες είναι δύσκολο πια να περιγραφεί» («Αυτοί που ξέρουν και δεν μιλούν», ΙΙ, σελ. 15). Και ακόμη πιο ρηξικέλευθα, ονομάζοντας μνήμη αυτό που «ξεφεύγει απ’ το περίγραμμα» (σελ. 32), αυτό δηλαδή που δεν έχει ακόμη αποδελτιωθεί από την ιστορία και δεν έχει ακινητοποιηθεί ως ψευδαίσθηση της πραγματικότητας, διαλέγω το σημείο εκείνο στο οποίο ο ποιητής, αφηγούμενος μια κοινότοπη εικόνα από το Βερολίνο και από τον παλιό σταθμό ελέγχου μεταξύ Ανατολικού και Δυτικού τομέα, κάνει το ρητορικό ερώτημα «Ποια ιστορία;» (σελ. 33), για να απαντήσει αμέσως: μήπως είναι ιστορία «εκεί όπου η ψηφιακή φωτογραφίζει τα ανακατασκευασμένα απεικάσματα, / με τους τουρίστες να εισβάλλουνε στο πλάνο, σκεπάζοντας τον χρόνο με τον χρόνο τους»; (σελ. 33).

Αν στο Προς τα πού το ερώτημα που τρέχει σαν σχόλιο σε όλο το βιβλίο περιστρέφεται γύρω από το ποιος μπορεί να είναι πλέον ο ορίζοντας της ποίησης (και κατά προέκταση κάθε τέχνης), η δυσκολία του ορισμού της πολλαπλασιάζεται τώρα με το Δύσκολο. Στο τελευταίο μέρος της σύνθεσης, «Αυτοί που υπερασπίζουν την ψευδαίσθηση της αθωότητάς τους», σύμφωνα πάντοτε με τον κατά Πρίμο Λέβι διαχωρισμό των Γερμανών υπό τους ναζί, ένα τελευταίο μέρος που νομίζω πως έχει το νόημα της κατακλείδας όλων των διερωτήσεων και των αναστοχασμών του ποιητή, προβάλλει απογυμνωμένη εντελώς η παραδοχή του αδιέξοδου: «Δύσκολο πια να βρεις την άλλη γλώσσα, / τη γλώσσα που εξηγεί αυτή τη γλώσσα σου» (σελ. 55). Και επομένως, δύσκολο να αντέξει η αθωότητα του λυρισμού που παλαιότερα, σε εποχές συνεύρεσης και συναίρεσης, ακολουθούσε «Το απερίσκεπτο φτερούγισμα ενός Ίκαρου, / το πείσμα του ήλιου λίγο πριν το ουρανό […] γδύνοντας τον συμβολισμό απ’ τα εγκόλπιά του» (σελ. 55).

Δεν είναι λοιπόν ζητούμενο μόνο το νόημα της τέχνης (για να θυμηθούμε τον Τ. Αντόρνο) απέναντι στους διαρκείς και αλλεπάλληλους θριάμβους του αίματος, με τους οποίους ξεδιψά στιγμιαία η ιστορία. Είναι η αδυναμία της να μιλήσει μιαν άλλη, αθώα γλώσσα, γιατί μια άλλη τέτοια, αλλοτινή πλέον γλώσσα, δεν μπορεί παρά να κινδυνεύει διαρκώς να είναι ψευδαισθητική.