Το «δύσκολο» γεγονός της ποίησης
Το Δύσκολο του Σταύρου Ζαφειρίου –όπως άλλωστε και οι προηγούμενες ποιητικές συνθέσεις του– ανήκει σε εκείνη την ποιοτική τάξη των έργων για τα οποία δεν μπορεί να μιλήσει κανείς ερήμην της πραγματικότητας, του χωροχρόνου εντός του οποίου αρθρώνονται. Και μάλιστα συμβαίνει συχνά, μιλώντας για την ιστορική περίσταση που τα γέννησε, να μιλάς για το πλέον ουσιώδες σε αυτά […]
Η περίσταση, λοιπόν. Ένας αιώνας, ο 21ος, που γεννήθηκε ήδη τραυματισμένος από την αλαζονική, τερατώδη προσωπικότητα του πατέρα του, του 20ού. Την αλλόκοτη συμπεριφορά αυτού του νέου αιώνα είναι ΔΥΣΚΟΛΟ να την περιγράψει κανείς. Πόσο μάλλον να τη ζήσει. Κι ακόμα περισσότερο να την κάνει ποίημα, όπως αυτό στο οποίο αναφέρομαι, το Δύσκολο του Ζαφειρίου.
Ο 21ος αιώνας αφενός απορρίπτει τον 20ό, χαρακτηρίζοντάς τον «κόλαση», και αφετέρου τον αποδέχεται, διότι δεν τολμά να ξεφύγει από τον παράδεισο που υποσχόταν. Θέλω να πω πως οι αξίες, οι όροι, τα εργαλεία με τα οποία δουλεύει προς τον παρόν ο νέος μας αιώνας ανήκουν απελπιστικά στον προηγούμενο.
Κι έτσι, κανείς σχεδόν δεν λέει τα πράγματα με το όνομά τους, λυγίζοντας κάτω από το οιδιπόδειο βάρος του. Αλλά ας μην ξεχνάμε πως ο Οιδίπους ήταν άνθρωπος, και η τραγωδία του εν πολλοίς σχετίζεται με το γεγονός πως κατονόμασε τον εαυτό του.
ΔΥΣΚΟΛΟ να πάρει κανείς στους ώμους του μια τέτοια μοίρα. Μόνον η ποίηση μπορεί να έχει την απερισκεψία να χαρίσει στην ύπαρξη το όνομα που δικαιούται και να δηλώσει ευθύς εξαρχής, από τον τίτλο ήδη του ποιήματος, τη δυσκολία.
Αλλά ένα ποίημα, πόσο μάλλον ένα ποίημα όπως αυτό του Ζαφειρίου, γνωρίζει πραγματικά το όνομά του, αφού έχει συναίσθηση του χαρακτήρα του, γνωρίζει δηλαδή πως είναι μια παρέμβαση σ’ ένα διάλογο που απλώνεται μέσα στην Ιστορία και την Ιστορία της ποίησης. Και μάλιστα, όταν απαντά στην περίσταση. Η αξία του, η αντοχή του, εξαρτώνται, νομίζω, από το εύρος της απάντησης και όχι από την αλήθεια της. Στην περιοχή της γλώσσας δεν υπάρχουν αλήθειες και ψέματα, αλλά μόνο συγγνωστά και ασύγγνωστα.
[…]
Ποια είναι όμως αυτή η περίσταση; Η ποίηση που γράφεται αυτή τη στιγμή ορίζει δύο στάσεις απέναντι στη γλώσσα. Η μία στάση θεωρεί τη γλώσσα εργαλείο επικοινωνίας. Οι σημασίες βρίσκονται στο λεξικό και οι κανόνες στη γραμματική. Μοιραία, αυτή η ποίηση δεν μπορεί να είναι ιδιαίτερα δημιουργική, αφού δεν αποκλίνει από το υποτιθέμενο γλωσσικό καθεστώς και άρα από τις σημασίες, όπως αυτές τίθενται από τους θεσμούς […] Η άλλη στάση θεωρεί τη γλώσσα τόπο εντός του οποίου υφίσταται το ανθρώπινο υποκείμενο. Οι σημασίες βρίσκονται σε πορεία συνεχούς μεταμόρφωσης από την αρχή της Ιστορίας και οι κανόνες θεσπίζονται από τα υποκείμενα, καθώς η ζωή δουλεύει.
Αυτή η δεύτερη στάση, της οποίας θιασώτης είναι –κατά τη γνώμη μου– ο Σταύρος Ζαφειρίου, δεν μπορεί παρά να ενδιαφέρεται για την Ιστορία ή μάλλον να αποδέχεται τον εαυτό της ως ιστορικό γεγονός.
Πώς ενεργεί το ποιητικό υποκείμενο ως ιστορικό υποκείμενο μπορούμε να το δούμε στο Δύσκολο. Ας αναφέρω μερικές από τις ενέργειες αυτές ή, καλύτερα, μερικές από τις προϋποθέσεις των ενεργειών. Πρώτον, δεν θέλει καθόλου να επαναλάβει την Ιστορία. Αυτό σημαίνει πως δεν χρειάζεται –το αντίθετο μάλιστα– το ποίημα που γράφεται να θυμίζει ό,τι χαρακτηρίστηκε στη διάρκεια της Ιστορίας ποίηση. Δεύτερον, δεν θέλει την Ιστορία τελειωμένη. Αυτό σημαίνει πως το αν είναι ή δεν είναι ποίηση αυτό που γράφει τώρα ο Ζαφειρίου θα το δείξει το μέλλον –άρα, μοναδικός οδηγός του είναι η αίσθηση της ποίησης και όχι οι τετελεσμένοι κανόνες. Τρίτον, θεωρεί πως η Ιστορία είναι ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν τις μεθόδους επιβίωσής τους και όχι οι ίδιες οι μέθοδοι επιβίωσής τους. Είναι λογικό, διότι σχεδόν στο σύνολό τους οι μέθοδοι επιβίωσης των ανθρώπων είναι μέθοδοι αυτοκαταστροφής. Αυτό που κάνει τον άνθρωπο άνθρωπο δεν είναι η λογική του αλλά η δύναμη με την οποία πλάθει μύθους περί της λογικότητάς του. Σαν να λέμε πως ο άνθρωπος δεν αυτοκαταστρέφεται, επειδή μέσα στην αυτοκαταστροφή του βρίσκει φανταστικούς λόγους επιβίωσης.
Φαίνεται κάπως περίπλοκη αυτή η συλλογιστική, αλλά θα δείξει πιο απλή αν αναφέρω ένα παράδειγμα από το Δύσκολο του Ζαφειρίου. Λοιπόν, ο ποιητής, για να μιλήσει περί της κατάρρευσης του κόσμου, όπως τον γνωρίζουμε μέχρι σήμερα, ως έναν κόσμο πλαισιωμένο από μύθους σχετικούς με το υπερβατικό, λέει: Ό,τι απομένει τώρα απ’ τους θεούς είναι τα ορειβατικά τους μονοπάτια, / τα καταφύγια των χιονοδρομικών και οι σφαλισμένες πόρτες, / για να σαπίζουν πίσω τους τα ανυψωτικά τής θεοφάνειας.
Εύκολα, νομίζω, καταλαβαίνουμε πως εκεί που κάποτε κατοικούσαν οι θεοί τώρα βρίσκονται χιονοδρομικά κέντρα για εκδρομείς του σαββατοκύριακου, οι οποίοι δεν ενδιαφέρονται παρά για διασκέδαση, και μάλιστα, όπως ειρωνικά –τραγικά οπωσδήποτε– σημειώνει ο Ζαφειρίου, να απολαύσουν το μοναδικό είδος θεοφάνειας που μπορούν πια: την πανοραμική θέα. Όχι βέβαια επειδή είναι ανίκανοι να νιώσουν κάτι βαθύτερο, αλλά επειδή δεν έχουν τη γλώσσα για να το συνειδητοποιήσουν και να το εκφράσουν. Είναι άνθρωποι που αυτοκαταστρέφονται και συχνά το νιώθουν. Αποξηραίνονται δίχως την υγρασία του μύθου.
Κάτω ακριβώς από τους τρεις στίχους που παρέθεσα, συναντάμε δύο άλλους –σαν συμπέρασμα ή κατάληξη: Ό,τι απομένει τώρα απ’ τους εξάμετρους είναι οι βοσκοί του παλατιού / που μεγαλώνουν μπάσταρδα και τερατογενέσεις.
Οι εξάμετροι βέβαια είναι οι στίχοι της Οδύσσειας. Ο βοσκός είναι ο Εύμαιος, το καταλαβαίνουμε αμέσως. Υπάρχουν τώρα πολλοί Εύμαιοι που μεγαλώνουν μπάσταρδα και τερατογενέσεις. Τα βλέπουμε γύρω μας αυτά τα μπάσταρδα και τις τερατογενέσεις.
Αλλά εδώ υπάρχει μια τρύπα. Οι δύο αυτοί στίχοι δεν λένε ότι ο πλαισιωμένος από μύθους κόσμος χάθηκε, αλλά πως συνεχίζεται. Τι άλλο μπορεί να σημαίνει πως οι ομηρικοί βοσκοί συνεχίζουν να υφίστανται ως τροφοί, έστω μπάσταρδων και τερατογενέσεων; Δηλαδή, ανατρέφονται ακόμα Οδυσσείς; Γιατί πρέπει να θυμηθούμε πως ο Οδυσσέας ήταν ένα μπάσταρδο. Παιδί του Σίσυφου ήταν. Έτσι λέει ο μύθος. Μόνο που οι σημερινοί μύθοι δεν στοχεύουν στο υπερβατικό αλλά στο ενθάδε.
Το λέει ο Ζαφειρίου: Δεν έχει νόημα η λύσσα για ζωή αν δεν επινοήσεις τα σκυλιά της.
Σαν να λέμε πως δεν έχει νόημα να ζητάς να επιβιώσεις, δίχως μύθους για την αυτοκαταστροφή σου.
Η περιοχή της γλώσσας που παράγει τέτοιους μύθους είναι η ποίηση: υπόθεση δύσκολη, περίπλοκη, πολυσήμαντη, παντελώς άσχετη με τις «απλές», «άδολες» ποιητικές απολαύσεις του κοινότοπου μετα-λυρισμού των καιρών μας. Άλλωστε, η άποψη σύμφωνα με την οποία η ποίηση και η απλότητα πηγαίνουν μαζί, δεν είναι παρά ακραιφνής λαϊκισμός. Λέει στον αναγνώστη πως δεν χρειάζεται να κάνει τίποτε για το ποίημα, αφού ο ποιητής έχει κάνει πολύ λιγότερα και από το τίποτε γι’ αυτό. Η ανάγνωση, όπως και η δημιουργία ποίησης είναι σήμερα ένα δύσκολο εγχείρημα –δύσκολο σαν το ίδιο το γεγονός της ζωής.