Δύσκολο

Αυτοί που ξέρουν και δεν μιλούν

Ι.

Εδώ είναι ο λόγος δύσκολος, ρυθμός σπασμένος,
είπεν (;) ο Εκκλησιαστής,
δρόμος τυφλός τού αγκαθιού στης Χίμαιρας το πέλμα·
εδώ είναι ο τρόπος, λύνοντας την εξίσωση των παρατατικών του
μ’ ένα τετελεσμένο ήδη παρόν.

Και είπεν (;):
Κλέος ανδρών –ή μήπως έπρεπε κιόλας να ξέρω
ότι ο λόγος είναι ο δύσκολος τρόπος στον μύθο τής ύπαρξης;
Έπρεπε, ωστόσο, να ξέρω:

Καθώς ο λόγος ανήκει στον τρόπο του και η ύπαρξη στην παρανόησή της,
καθώς το αγκάθι σαπίζει στο πέλμα και ο πόνος δυναμώνει στον χτύπο τής οπλής,
μπορούμε τάχα να επαναλάβουμε την ύπαρξη έξω απ’ τον μύθο της,
σαν σκοπιμότητα που την ανακεφαλαιώνει;
Μπορούμε τάχα να δεχτούμε τα προτάγματα ενός αλλιώτικου μύθου,
που σέρνει στα καλύμματα σαν στειρωμένο ζώο;

Ίσως έφτανε κιόλας να εκτρέψουμε το ρεύμα τού λόγου
σε μιαν αλήθεια που ξεφεύγει απ’ τις ρουφήχτρες της
–σ’ εκείνη την αλήθεια που αντιμάχεται
την εσκεμμένη οχλαγωγία τής σιωπής.

Ίσως έφτανε κιόλας να πούμε:
Εδώ είναι ο τόπος και ο χρόνος που επιλέξαμε
ανάμεσα στο παράφορο και στο μάταιο τής αρχαίας πληγής·
εδώ είναι τέρας με τρεις μορφές, παρενδυμένο το μίσος,
αδιαίρετο και αγκιστρωμένο στο αδυσώπητο της στιγμής,
τέρας, ολοένα ανακτώντας τη δύναμη που ανασυστήνει τη φύση του,
προσθέτοντας τη λύσσα του στην αναγνώρισή της.

Μπορούμε τάχα να εννοήσουμε τη δύναμη έξω απ’ τη φύση της,
όχι σαν τρόμο που σκηνοθετεί τις εμμονές του
μα σαν αναπαράσταση του επαρκούς της λόγου,
αξιώνοντας το παρελθόν μέχρι τ’ απομεινάρια των θεών του;

Έπρεπε κιόλας να ξέρω·
όπως γνωρίζει ο ουραγός πως είναι αυτός που ακολουθεί τους άλλους,
όπως γνωρίζει ο σαλός πως είναι άτρωτος από τη λογική τους.

Κι ενώ φορτώνουν βιαστικά την επιμελητεία
και παραχώνουν τα οστά σε ασβεστωμένους λάκκους·
κι ενώ οι αντιφάσεις ανατινάζουν στη φυγή τους τα προχώματα,
έπρεπε κιόλας να ξέρω:

Εδώ είναι ο τόπος τής αρχαίας πληγής,
το στρατευμένο φρόνημα της λήθης.
Εδώ είναι ο χρόνος· σκληρός,
σκληρότερος ακόμη κι απ’ το τέλος του.

ΙΙΙ.

Με τούτες τις λέξεις, με τούτη τη γλώσσα,
απ’ όποιαν αρμύρα κι αν έρχονται,
μετρώντας την ανάγκη σε αποτσίγαρα, σαν κιόλας καπνισμένη επιθυμία·

αυτή την ανάγκη
–απόδημη επιστροφή στο συρματόπλεγμά της·
― Ποιοι είναι εκείνοι που έφτασαν απ’ τις αμοίραστες θάλασσες
ή απ’ τα φαράγγια με τις φεγγαρόπετρες;
― Ποιοι είναι εκείνοι που βρήκαν τόπο για τον τόπο τους
στα υποχθόνια μαντεία των νεκρών;

Καθώς τα κλειδιά μεγαλώνουν τις πόρτες
και οι κυνηγοί ορίζουν τις χωσιές,
καθώς το φως ξεγελά στους καθρέφτες το πτύχωμα της αντανάκλασής του
κι ένα κουφό και αλάλητο ποτάμι προδίδει τις περαταριές του με νοήματα·

― Ποιοι είναι εκείνοι που αντάλλαξαν τον ίσκιο τους μ’ ένα χαρτί χρωμα-τιστό, με μιαν αρκάνα,
όπου ο όρθιος Τροχός κρύβει από τον Τρελό τούς Κρεμασμένους;
[ Αν και ποτέ ένας τροχός δεν άντεξε τη χαρτομαντική τόσων ικριωμάτων.]

Αυτοί που κράτησαν στα χέρια τους ανάποδα τους δείχτες των ανέμων,
κλωθογυρίζοντας χωρίς προορισμό·
κάπου αλλού, για κάπου αλλού,
σχεδόν νευρόσπαστα μιας μισθωμένης γεωγραφίας,
έρποντας στον παράδεισο, όπως ανάμεσα σε οχυρωμένες πόλεις·

κάπου αλλού, για κάπου αλλού,
δίχως ν’ αφήσουν πίσω τους σημάδια
ούτε μια ανάσα θυμού για την αδιάθλαστη ειρωνεία των άστρων,
και με το μέλλον –το μέλλον κυρίως–
να παραμένει σύμβολο κάποιας διαλεκτικής, όπου ο καθένας
τη λιγοστή εικόνα της ζωής του εκμαιεύει.

Το μέλλον κυρίως
–αργά ή γρήγορα εδώ σαν παραλογισμός
ή σαν φαιδρή αισθητική φαιδρών ηρώων·

αργά ή γρήγορα παντού
–ηχώ αφύλακτη με στόμα λιονταριού και ουρά ιοβόλου,
δεινόν αποπνείουσα πυρός μένος αιθομένοιο·

τέρας αφύλακτο.

V.

Δύσκολο πια να βεβαιώσεις τις ματαιότητες, είπεν (;) ο Εκκλησιαστής·
τι το γεγονός; αυτό το γενησόμενον·
και τι το πεποιημένον; αυτό το ποιηθησόμενον.

Και είπεν:
Γενεά πορεύεται και γενεά έρχεται.
Εδώ είναι ο σπόρος και ο καρπός εκείνων που τότε νικήθηκαν·
μπόλιασμα, αφήνοντας επίβουλο το μάτι
–το ίδιο μάτι να κοιτά προς τα φαντάσματά του.

Εδώ είναι οι γιοι εκείνων που άδειασαν τον κόσμο,
Endlösung –ανταπόκριση του τρόμου,
Einsatzgruppen –παλίρροια φουσκώνοντας τη ρεματιά τού Babi Yar,
ξημέρωμα στο Kamenets-Podolsk,
τάφοι μη τάφοι

σχεδόν τετράποδων πειθαρχημένων στη σφαγή τους,
σωπαίνοντας με τη σιωπή τής στοιβαγμένης γύμνιας,
μένοντας με τα βλέφαρα ανοιχτά
μπρος στην πολεοδόμηση της φρίκης,
μπροστά στην αμετάβατη ομίχλη των γκρεμών που ροκανίζει
ώς το μεδούλι την ενέργεια της μνήμης.

Αυτής της μνήμης –χορτάρι κίτρινο σε ξεραμένη κοίτη,
μισοθαμμένο μες στη σκόνη των εχθρών
(σε όσο σκόνη έχει απομείνει απ’ τους εχθρούς τους).

Κι όχι να πεις πως αγνοούν στ’ αληθινά
κατά πού πέφτει η λοιμική τής ιστορίας.

Αυτοί που ούτε ξέρουν ούτε και ρωτούν

Ι.

Πόσα αστέρια Michelin στο άβατο του ναού!
Πόσα delicatessen υλικά για τους gourmet των θυσιαστηρίων!
Και στο προαύλιο οι μικροπωλητές (χάντρες και καθρεφτάκια και μάσκες των ιθαγενών και χέρια βουτηγμένα στους προγόνους).

Όμως τα έθνη·
τι νυσταγμένη αφήγηση τα έθνη!
Αστεία σημειωτική και θλίψη αποδόμησης θηλαστικών που κρύβουν τις θηλές τους.

Το εξηνταοχτώ (του εικοστού αιώνα)
–ούτε θυμάσαι πια πώς έτριζε η Ευρώπη, αιμορραγώντας πάνω στα οδο-φράγματα·

το εξηνταοχτώ, λοιπόν, οι δρόμοι ανήκαν σε όσους ξήλωναν τις πέτρες·
καταστασιακοί και λυσσασμένοι, και γύρω δρόσιζαν οι αμμουδιές στα κρα-σπεδόρειθρα.

Όμως τα έθνη·
τι νόημα έχει να ξυπνούν νεκρά τα έθνη,
σάβανο ξετυλίγοντας ξοπίσω τους τα επιμνημόσυνα των νεο-ανθρωπιστών;

Βέβαια, η κόλαση είναι κόλαση των άλλων:
η πιο παλιά εγκατάσταση αγνοημένης τέχνης,
αγκιστρωμένης στα πλευρά τού εξπρεσιονισμού.

― Ποια τέχνη και ποια κόλαση;
Όποιος αρνήθηκε ν’ απαθανατιστεί με φόντο τους χορηγικούς λογότυπους του χάους,
φρονώντας πως η τεχνική ακυρώνει την ιδέα,
ή όποιος όρισε τη σκίαση ως ανάπτυγμα φωτός στην ταξική σπουδή τής ακηδίας·

― Ποιο χάος και ποιο ανάπτυγμα;
Μια εκ του σύνεγγυς ζωή σπαταλημένη σε συνεδρίες με νεόκοπους ομοιο-παθητικούς
που ρίχνουν καταπάνω σου τα ωροσκόπιά τους.
Μια εκ του σύνεγγυς ζωή –χώρια η ανάγκη,
τα μικροκέρδη και η ευσύνοπτη αναλογιστική.

Τα έθνη όμως·
τι ανυπόληπτο επιχείρημα τα έθνη!
Αίσθημα και αναφιλητά σ’ αίθουσες β΄ προβολής στις συνοικίες.

Γι’ αυτό σου λέω:
Με τέτοια βάση ασπόνδυλη, άντε να στηριχτεί το εποικοδόμημα.

ΙΙ.

Να ’μαστε πάλι εσύ κι εγώ,
σε θέση οικονομική στο πίσω πίσω μέρος τής ατράκτου.
Mont Blanc, τριάντα τέσσερις χιλιάδες πόδια στ’ αψηλά· προορισμός:
Παρίσι.
Τα Νούφαρα (Monet) στις σάλες της Orangerie·
κάποιες Χορεύτριες του Degas μάλλον στο Orsay.
Κατά τα άλλα: όστρακα παντού και καλλιτέχνες του μετρό
–από τις αποικίες.
Μια η βροχή, μια ο ήλιος, μια το απόβροχο· μήνας Απρίλης.
Το απομεσήμερο: εδώ ήταν η Bastille·
Jardin du Luxembourg· βραδάκι κιόλας στη Montmartre:
η Sacré-Cœur κλειστή για τους πιστούς
μα όχι το Moulin Rouge –για τους τουρίστες.
Λίγο πιο πάνω τα υπαίθρια πορτρέτα μας –καρικατούρες με χρωματιστά κραγιόνια.

Μια επανάσταση
–που άρχισε ασφαλώς πολύ πριν απ’ το τέλος των τυράννων–
τρίβει τα μουχλιασμένα βρύα της στις γάμπες.

Βαδίζουμε ακούραστα σε βρομισμένους δρόμους,
διαρκώς ανοίγοντας και κλείνοντας τον χάρτη με τις σημειωμένες διαδρομές των ιδεών μας.
Είμαστε εδώ, σ’ ένα εδώ που κατακάθεται παντού σαν υγρασία,
επιρρεπείς στα φλύαρα φλυτζάνια τού καφέ,
σχολιάζοντας τους γοτθικούς ρυθμούς που ξεχειλίζουν από ξεχειλισμένες συνειδήσεις.

Ο κύριος Sartre, επί παραδείγματι:
ξέχειλος από υπαρξισμό και ex officio ελεητής αιδοίων.
Παρόλα αυτά: πρώτα κάτι ελαφρύ στο Deux Magots
κι έπειτα Κεκλεισμένων των θυρών –έστω κι εν απογνώσει.
Λίγη περίσκεψη πριν απ’ την επιτέλεση,
μα προπαντός: αναστροφή τού κεκλεισμένου ύψους.

― Πόση σαπίλα υπάρχει στο δωμάτιο!
Τι χάσμα ανάμεσα στο Ον και την κατάφασή του!
Ωστόσο,
ένα καινούριο φάντασμα πλανιέται στο δίκλινο ταβάνι σαν καπνός,
δίχως να ενεργοποιείται η πυρόσβεση.

― Το Σύνταγμα, μη καπνιστές πολίτες:
ιησουίτικη ραφή σε ξηλωμένο ρούχο.
Το Σύνταγμα, που αγρυπνά σαν φύλακας του ζώου·
γιατί το ζώο πρέπει να το κρατάμε ζωντανό –αυτό τουλάχιστον.

Αλίμονο! Μέσα σε ολόκληρη γενιά εκτελεστών
μόνον εκείνος ο Saint-Just κατάλαβε τι πάει να πει στ’ αλήθεια
Ορθός Λόγος.


ΙΙΙ.

Τούτο που συνιστά τη Δημοκρατία,
είναι η καταστροφή όλων αυτών που της αντιστέκονται.
Έχετε να τιμωρήσετε όχι μόνο τους προδότες,
αλλά και τους αδιάφορους.
Louis Antoine Léon de Saint-Just

Όχι πως αν κοιτάξει γύρω του κανείς,
δεν θα μπορέσει ίσως να διαπιστώσει ότι δεν είναι όλες οι λέξεις εξαρτήμα-τα της ίδιας μηχανής·
αν κάποιες τις αφήσεις στο κυνήγι μοναχές, είναι ικανές να βγάλουν το θηρίο από τη τρύπα.

Σαν τότε, εκείνο τον καιρό,
πριν καταφθάσουν τα υπόλοιπα ιδεώδη
–τότε που μόνον άγγελοι κύλαγαν τον τροχό–,
ήταν οι λέξεις που αναδιατύπωναν τα διακυβεύματα στα φτερουγίσματά τους.

(Μπαίνει από τις κουίντες ο Saint-Just, κρατώντας το κομμένο του κεφάλι):
― Όσοι αφήνουνε μισή την επανάσταση, σκάβουν απλώς τον ίδιο τους τον τάφο.

Και άλλη φορά, σε άλλο καιρό, πάνω στους τοίχους:
― Φοβού τους θέλοντες να ζήσουν ήσυχα και ειρηνικά.
Είναι αδίστακτοι.

Φοβού, λοιπόν!
Κι όχι μονάχα όσους γυρεύουν μιαν απάνεμη γωνιά, για να ελλιμενίσουν τη σιωπή τους·
κι όχι μονάχα αυτούς που εγκαταλείπονται στους συνειρμούς των αυτοσχε-διασμών
ή στα πρελούδια των αναστεναγμών τους.

Όποια συνέργεια κι αν υποθάλψει ο διάβολος,
αυτά που σου έμαθαν στα προπτυχιακά πρέπει να τα ξεχάσεις.
Έτσι κι αλλιώς, είναι η παραγωγή που διαμορφώνει τη συνθήκη.

Κι αν κάτι ανάμεσα στα ράθυμα στενά των ημερών ανοίγει δρόμο στον λυγμό τής φαντασίας,
χάσκει από κάτω η σκουριά τής παλινόρθωσης και το βαθύ χασμουρητό τής ουτοπίας.

Και ακόμη:
Αν ξανασκεφτούμε την Μπρυμαίρ,
είτε σαν αναστοχασμό είτε σαν φέτα φρυγανιά υπερβουτυρωμένη,
θα δούμε ότι δεν είναι η φάρσα μα η τραγωδία η αιτία
που παραμένει μια καινούρια ιδέα η ευτυχία.

VI.

Δεν είναι μνήμη οι μορφές·
μνήμη είναι αυτό που μας ξεφεύγει απ’ το περίγραμμα.

Τέτοιο φθινόπωρο κάτω από τις φιλύρες,
τέτοιο πειθαρχημένο χρυσοκόκκινο, ανάμικτο με γκράφιτι και ξύσματα α-νασφάλιστων τειχών.

Μετά το πρωινό, μέρα ελεύθερη.
Προγραμματίστε οπωσδήποτε ένα πέρασμα απ’ το Checkpoint Charlie·
ή σαν να λέμε: το σημείο όπου οι εκχωρητές των ενθυμίων σβήνουν με γο-μολάστιχες μανιωδώς την ιστορία.

― Ποια ιστορία;
Εκεί όπου η ψηφιακή φωτογραφίζει τα ανακατασκευασμένα απεικάσματα,
με τους τουρίστες να εισβάλλουνε στο πλάνο, σκεπάζοντας τον χρόνο με τον χρόνο τους·
― Ποια ιστορία;

Στο μεταξύ τής διάλυσης και της δημιουργίας
πώς θορυβούν σαν έντερα τα σωθικά τής πόλης!
Πώς η ανίδεη ζωή βαδίζει πάνω στο χαρτί
κόβοντας δρόμο μέσα απ’ τη γραφή κι από το σύμπαν!

Στην Alexanderplatz –αχ, η Alexanderplatz!
Προσποίηση συναισθηματισμού στην τάβλα τού Φραντς Μπίμπερκοπφ
(κορδέλες, χτένες, ραφτικά και λαστιχάκια για όλους τους λαιμοδέτες των ονείρων)
–εδώ κι αν παίχτηκε όλη η Βαϊμάρη.

Μετά, αμέσως με ταξί στο Jüdisches Museum
–διάδρομοι κεκλιμένοι που οδηγούν κυματιστά στο άδειο τοπίο μιας ποδο-πατημένης Αποκάλυψης.
Τρίζοντας κάτω από τις σόλες σας οι σιδηρομορφές –δεν είναι πρόσωπα·
πρόσωπα είναι η αγωνία που σκουριάζει τις μορφές στην ασυνέχειά τους,
η αγωνία που επάνω στον σταυρό μεταμορφώνει τους Υιούς σε Ναζωραί-ους.

Κάποιοι σας έχουν συμβουλεύσει να μη χάσετε κι εκείνο το ευάερο Μου-σείο για το Παρόν, στην Invalidenstraße.
Πόσο ανεπίκαιρο παρόν για μία τέχνη που έχει κιόλας γραπωθεί εννοιακά απ’ τον καναπέ της!
Πόση μεταπολεμική προικοθηρία ενοχών και εικαστικοποίηση της διχα-σμένης σκέψης!
Τι καταιγίδα, βγαίνοντας, που έκανε την ομπρέλα μας κουρέλι!

Ωστόσο, ο πόλεμος!
Ξεκάθαρα: ζήτημα στυλ.
Και λίγη μεταφυσική· όσο να γίνει φόρμα η ερμηνεία.

Ιντερμέδιο

Μάνα με τους λεβέντες γιους που βγήκαν στο κυνήγι,
εχ και να ήξερες
πώς ντουφεκάν τις πέρδικες και τα ξεπεταρούδια,
πώς στρώνουν θέρος στα βουνά κι αλώνισμα στην άμμο
και στην τρεμάμενη ζωή στήνουν λυκοπαγίδες.

Κι όχι να κλαις δάκρυ χαράς μηδέ αστραπή τής λύπης,
κι όχι ν’ ανάβεις τ’ ουρανού φωτιές για να πηδήσει.
Μόνο τον άγιο να κρατάς ψηλά, στ’ αναστενάρια,
να ’χει τα μάτια στις μπασιές και στο λειψό φεγγάρι
μη φτάσουν ξένες μοναξιές κι αλλότριες λαχτάρες.

Μάνα με τους λεβέντες γιους, ε και να γήτευες
μια φούντα μαύρου θυμαριού σε μια σταγόνα ιβίσκου
και στη γιορτή τής όχεντρας μια κακορίζα μύρτου,
νά ’ρθουν τ’ αγρίμια, ωχ να ’ρθούν και οι κωλομπαράδες,

νά ’ρθει και ο σταυραετός με την ξανθιά περούκα,
να σύρει πρώτος τον χορό τής λυγερής σου δόξας.

Αυτοί που όταν τους ρωτούν δεν απαντούνε

Ι.

Επί της άμμου κάθισα και έκλαυσα.
Και η θάλασσα δυο μέτρα μακριά –υπάρχει η θάλασσα·
και υπάρχει η λύπη της σαν πρόθεση να υπάρξει.
Τόση Ελένη για μια θέση στο σκαρί τής προσωδίας!
Τόσος αέρας θυμωμένος στους ασκούς τού γυρισμού!
Και τόσες νύμφες τού βυθού να ξεσηκώνουν τον στοιχειωμένο πόθο των πνιγμένων!
Αργά διδάσκεται κανείς το άτεχνο της αλήθειας,
και κάπως έτσι, άτεχνα και αργά, του αποσπά η ανάκριση την καθομολογία.

Ώστε, δεν σε αφήνουν σε ησυχία οι αναλύσεις, φτεροκοπώντας λογική στο ολοκαύτωμά τους
για ένα πουκάμισο αδειανό που οι σειρήνες το ανεμίζουν σαν τραγούδι λαϊ-κό απ’ το ακροστόλι.

― Στην επαγρύπνηση, μη καπνιστές πολίτες!
Έφιπποι οι δροσουλίτες πολιορκούν το Φραγκοκάστελλο,
διάφανη η έρημος ξεσπά με τα φαντάσματά της.
Στην επαγρύπνηση εσείς! Στα θεωρεία!
Για ό,τι προφτάσετε να υπερασπιστείτε ψυχορραγώντας στις επάλξεις τού αισθήματος.

Μα όσο να πεις, ένα πουκάμισο αδειανό δεν είναι λίγο.
Σκέψου μονάχα τους εταίρους που σαλπάρισαν χωρίς να ’χουν στην πλώρη τους μάτι επιστροφής·
σκέψου την επιτήδεια ζητιανιά των ημιστίχιων,
όλη αυτή την ταραχή τής ηδυπάθειας για τους λευκούς μαστούς της Ωγυγίας.

Ω, αγαθούλη Λέοντα Νικολάγιεβιτς!
Επί της άμμου κάθισες και έκλαυσες δίχως να σου περνάει από τον νου
πως πίσω απ’ την ουσία τής μορφής χαλκεύεται η μορφή τής απουσίας.

Φυλάξου, πρίγκηπα!
Ακόμη κι αν η θάλασσα είναι δυο μέτρα όλο κι όλο μακριά,
ο αποψινός σου ρεμβασμός δεν καθρεφτίζεται
ούτε στο κοίλο τού νερού ούτε στο αντικαθρέφτισμα της θλίψης.
[Αν και καμίας θλίψης το καθρέφτισμα δεν φανερώνει δυο φορές την ίδια θλίψη.]
Όσο και να καλλιεργείς το περιβόλι σου,
δεν φτάνει μόνο η ομορφιά τής λεμονιάς για να σωθεί ο κόσμος.

Ο κόσμος, πρίγκηπα, είναι η κομμένη αναπνοή τού πανικού του,
όχι ο γαμήλιος ανθός γύρω από τον καρπό.

ΙΙΙ.

Λέει ο μύθος:
Στου πουλαριού τη ράχη σελώνεται ο θάνατος.
Ο ιππέας του εξόριστος στα μέρη των ζωοφόρων.
Εκείνη (η Χίμαιρα),
σύμπλεγμα τερατόμορφο που λύσσαγε να καίει τ’ όνομά της
–μέχρι που το έλιωσε στο στόμα της σε μια γουλιά μολύβι·
μέχρι που το κατάπιε.
Τέτοιο μελόδραμα!

Ο μύθος όμως·
πώς περισσεύει απ’ το μολύβι κι απ’ το δράμα του!
Πλοκή και αντίστιξη, σαν παρτιτούρα που τινάζει στον αέρα
τα ερπετά που βιάστηκαν να γίνουν πτεροφόρα.

Στο μεταξύ, όπου χτυπάει η ράβδος τής φυλής, κρουνός τα λύματα·
ψάχνει πηγές για ν’ αναβαπτιστεί και βρίσκει αποχετεύσεις.
Όμως με αυτά τ’ αδόκιμα,
καθώς τα μέσα παρατείνουν τον σκοπό και το μικρότερο κακό σκάβει δαι-δάλους στα υπόγεια κοιμητήρια,

εσείς, τι σκέφτεστε άραγε εσείς;
― Μονάχα παρατονισμούς και επιχρίσματα σε ανασκαμμένη γη
και πόλεις που ταχτοποιούν τους συρματότοπούς τους.

Η πίστη αλλάζει, μα δεν αλλάζουν τα όρια της πίστης.
Ανάμεσα στη μύηση και τη βεβήλωσή της υφαίνει αθώρητη η αράχνη τα κελεύσματα:
Εκάς, εκάς οι βέβηλοι –ή ό,τι απόμεινε από αυτούς που πελεκούν στη σκόνη τις άδειες κόγχες των ματιών.

Πού είναι τα μάτια; Τόσο φως και να γεννά σκοτάδι!
Πού είναι η χαίτη να πιαστείς απ’ τα στολίσματά της;
Πώς να τα βγάλουν πέρα οι Καρυάτιδες
με τη ρητορική τού Πρυτανείου!
Αυτοί που υπερασπίζουν την ψευδαίσθηση
της αθωότητάς τους

IV.

Δύσκολο πια να βρεις την άλλη γλώσσα,
τη γλώσσα που εξηγεί αυτή τη γλώσσα σου,
ακολουθώντας το απερίσκεπτο φτερούγισμα ενός Ίκαρου,
το πείσμα τού ήλιου λίγο πριν τον ουρανό.

Δύσκολο πια να χτυπήσεις το δικράνι στην πέτρα, για ν’ αναβλύσουνε τα δάκρυα των αδέσποτων.

Είναι οι επίγονοι –μαθητευόμενες σκοπιές στα παρατηρητήρια·
είναι η απόσταση ανάμεσα στην πλώρη και τα ύφαλα,
σαν μια κινούμενη γραμμή που όλο μικραίνει ώστε να μη χωρά τον ενοφ-θαλμισμό,
ώστε να μη χωρά την προσδοκία τής μέρας που θ’ αλλάξει χέρια το κενό,
γδύνοντας τον συμβολισμό απ’ τα εγκόλπιά του.

Είναι το χώμα που αδειάζει το φαρμάκι του,
όπως το δόντι τής οχιάς αδειάζει μες στην φλέβα το δικό του·
μόχθος κακός, και στα θυσιαστήρια βλαστήμιες και αναθέματα,
διαβάζοντας τα έμπυρα στα εντόσθια του ζώου
–πράξεις που ξεθαρρεύουν στη φωτιά και ομολογούν το στοχευμένο αίμα.

Δύσκολο πια να φυλαχτείς στα χαμηλά τού κόσμου,
σε μια γωνιά απρόσβλητη απ’ την αναγωγή τής λογικής στο τρέκλισμα μιας συγχυσμένης πίστης.
Δύσκολο πια να καταφύγεις στα προάστια.

Θα σε προδώσει η γκριμάτσα ενός λαού
που τρέφει την αλήθεια του με αλίπαστα ιστορίας,
σκούζοντας θεοσέβεια και ιδρυματισμό.
Θα σε προδώσουν τα στοιχειά των αρτεσιανών
και η σκιά τής πένθιμης ελιάς των Ερεχθείων.

Δύσκολο πια να λιτανεύσεις στη στεριά –σε ποια στεριά;–
φορτώνοντας στους ώμους σου τον επιτάφιό της.

VI.

Ποια είναι αυτά που γνώριζες και αρνιόσουν πως τα ξέρεις;

Καταμεσής τής αγοράς μεσίστιες σημαίες και προσκλητήρια πεσόντων στα πλακόστρωτα·
τείχη εμφύλια και σχέδια διαφυγής μέσα απ’ τα στεγανά των καναλιών και ανάμεσα από μπλεγμένα δίχτυα.

Τόση υπόκωφη βουή απ’ την πνοή τού κτήνους
στον τροχασμό μιας διαδρομής που έχει μπροστά της το υπόλοιπο της δια-δρομής τού κόσμου.
Τόσος παροξυσμός τής προσευχής
που ξεστρατίζει την ευχή απ’ την κατεύθυνσή της·

άγονη γη, πηλός πάνω στα βλέφαρα των αποκοιμισμένων και η πυρκαγιά
–εκείνη η πυρκαγιά που κάνει στάχτη τα πορθμεία των καθαρτηρίων.

Εδώ είναι ο τόπος και ο χρόνος που δεν διάλεξες,
ο τόπος ο παρών και ο χρόνος που συμβαίνει εντός τού τόπου.
Εδώ είναι η αντιπαροχή τού επιτελεσμένου,
ο ακάλυπτος της χάρης που ανταλλάσσει τις στιγμές
με τα τρισδιάστατα εφέ ενός καινούριου αιώνα.

Εδώ είναι η υποχώρηση της ύπαρξης σε ένα έδαφος σαθρό που υπακούει στη φαντασίωση του κληρονομημένου·
της ύπαρξης που διεκδικεί την κατοχή ενός βυθού, μολύνοντας τον υδρο-φόρο ορίζοντά του.

Δύσκολο πια να εξιλεωθείς,
με τεχνητές αναπνοές να ξαναζωντανέψεις τους πνιγμένους.
Δύσκολο πια ν’ αθωωθείς, έχοντας για συνήγορο τις ματαιότητές σου.

Ό,τι απομένει τώρα απ’ τους θεούς είναι τα ορειβατικά τους μονοπάτια,
τα καταφύγια των χιονοδρομικών και οι σφαλισμένες πόρτες,
για να σαπίζουν πίσω τους τα ανυψωτικά τής θεοφάνειας.
Ό,τι απομένει τώρα απ’ τους εξάμετρους είναι οι βοσκοί τού παλατιού που μεγαλώνουν μπάσταρδα και τερατογενέσεις.

Πόση σιωπή μαρτύρησες με αυτές εδώ τις λέξεις που έχουν φτιαχτεί από σιωπή!
Πόση σιωπή, για να μπορέσει η φωνή να περισώσει κάτι απ’ τη φωνή της.
― Φρουρέ, πόσο η νύχτα θα κρατήσει; Πότε θα τελειώσει;
― Έρχεται το ξημέρωμα, αλλά είναι νύχτα ακόμα. Αν θέλετε να ξαναρωτήσε-τε, ελάτε πάλι.

Απο την ποιητική συλλογή:
Δύσκολο