Ι.
Τίποτε δεν αλλάζει τον λόγο που ειπώθηκε,
τον λόγο που είναι εξίσου παρών στην εξιστόρηση και την προφητεία,
τη γραφή που υποτίτλισε την ακίνητη1 εικόνα τού χρόνου.
Τίποτε δεν ορίζει το σχήμα που δεν ορίστηκε,
το μάτι που εκθέτει την αρχή του στο φως,
τη μάταιη ορμή τού μυαλού προς το αβλάστητο ύψος·
το ύψος που εκ του ύψους μόνο περιβάλλεται,
αφήνοντας δίχως σύνορα τις διαστάσεις,
τα σημεία όπου τέμνεται το εφικτό με το ανέφικτο·
τα σημεία εντός τού γινόμενου
και τα σημεία έξω απ’ αυτό.
Μεταξύ των σημείων ο ασυμπλήρωτος κύκλος σας,
τα διανύσματα που δεν θα προστεθούν,
η απόσταση ανάμεσα στο συμβάν και τη μνήμη.
Μεταξύ των σημείων η κερδισμένη σας γνώση
και η γνώση που χάθηκε στα ενδεχόμενά της,
το αβαρές τού αινίγματος στων εσόπτρων το κοίλο.
Προς τα πού2 οι εκβολές των λυγρών ποταμών και οι κρωγμοί των γλάρων·
προς τα πού η κοιλάδα του Somme
με το ένα εκατομμύριο, διακόσιες εξήντα πέντε χιλιάδες νεκρούς·
προς τα πού η ουρά τού ερπετού που φυλάει τα κοπάδια του,
αγρυπνώντας ανάμεσα σε δυο εποχές,
ανάμεσα στην εποχή τού κοντά και την εποχή τού απέραντου,
ενεδρεύοντας πίσω απ’ τους τύμβους εκείνων που έπεσαν
στην οθόνη τού τελευταίου πολέμου.
Τέκνον τυφλού γέροντος, τίνας χώρας αφίγμεθα3;
Προς τα πού ο τα πάντα ορών στον χερσωμένο κήπο των κανόνων·
προς τα πού η νεβρή μοναξιά τού πρωτόπλαστου φόβου·
προς τα πού οι χιτώνες που απόμειναν απ’ τη δημιουργία.
ΙΙΙ.
Καθετί που απειλεί το επερχόμενο πνεύμα,
τη συνθήκη μιας ρώμης που δονείται στον μύθο της·
καθετί που υπάρχει φυλαγμένο στη δίνη,
στην εκφράσιμη ουσία μιας παρούσας στιγμής·
καθετί που ωριμάζει τον καρπό τού εγγύς
στο περίβλημα μιας λογικής που αγκαλιάζει τον λόγο,
διεκδικώντας αυτά που δεν γίνονται μα ωστόσο υπάρχουν,
τους σκοπούς που δεν είναι σκοποί αλλά μετρήσιμα μεγέθη τής ανάγκης,
μοναδικά, σαν την υπόσχεσή τους,
κλητικά, σαν τα στάσιμα μιας απροσκάλεστης μοίρας·
παρακάμπτοντας τ’ αναχώματα των ενδιάμεσων τάφρων,
την ορμή των χειμάρρων που διαβρώνουν τα φράγματα·
καθετί που αντηχεί στο κενό και στην πέτρα,
μάγευση εφήβου οπλισμένου με την κραυγή τής ζωής:
«Άφησέ με να γίνω ο κρότος σου,
να είμαι αυτός που θα θέλει να είσαι
πριν απ’ τον θάνατό σου ζωντανός·
άφησέ με όρκο φωτιάς στα υποπόδια των θρόνων,
στολίδι αίματος στο άχραντο σκοτάδι των ναών,
μια καταδίωξη ανάμεσα σ’ εκρήξεις των ημερών που σχίζονται
στις κόψεις των οδών·
άφησέ με γνώση τού ζώου που μηρύκασε το αλμυρό χορτάρι των ακτών.
Για μένα στήθηκε το ικρίωμα της φοβερής γιορτής,
για μένα στήθηκε ο τροχός
κατάντικρυ σ’ αυτό το φως που αναστατώνει
την άφεγγη ομίχλη των σωμάτων·
για μένα αθροίζεται ο περίλυπος καιρός,
μονάδα χάους που προστίθεται στο χάος.
Άφησέ με ρομφαία εκμηδένισης,
χιτώνα τρίχινο στη σάρκα των ονείρων».
Προς τα πού η συνένοχη άγνοια που τρομάζει απ’ τον ήλιο·
προς τα πού ο μακάριος ρυθμός των τυμπάνων της στοίχισης·
προς τα πού ο σταυρός που ανοίγει τα σκέλη του στην προσήλυτη τάξη.
«Άφησέ με, σου λέω, στολή τού εχθρού
σ’ αυτό το φροντιστήριο του πολέμου».
Φάουστ
Ι.
Θέλεις να μάθεις τη λύση τού δράματος, Φάουστ;
Να μάθεις για τα σφάγια που σαπίζουν στους βωμούς
παρατημένα απ’ τους θυσιαστές τους;
Θέλεις να μάθεις για την τύψη που χτυπήθηκε στη ρίζα της,
εκεί όπου βρίσκουνε τροφή τα υπόγεια άνθη,
θηλάζοντας νωχελικούς μαστούς;
Υπάρχει ένας ώμος που σηκώνει το κενό,
εκτίοντας για πάντα την ποινή τής δύναμή του·
υπάρχει ένα σώμα που περνά μέσα απ’ τους τοίχους του
και αφήνει πίσω του τον φυλαγμένο φόβο.
Θέλεις να μάθεις για τον φόβο που αρνήθηκες, Φάουστ;
Τον φόβο που μυείται στην αδράνεια και την υποταγή,
στη σαστισμένη ενατένιση του πόνου,
που φτάνει ώς τον πόνο των ματιών;
Τόση ζωή, τόση πολλή ζωή ώστε δεν είναι·
αγκιστρωμένη όλη σε ανέμους,
σαν ένα φύλλο χαρτιού που ανυψώνεται ώς τις ασυμφιλίωτες ακολουθίες των μύθων,
ώς τον αβάσταχτο αντίλαλο ενός μακρινού εαυτού·
τόση ζωή, τόση πολλή ζωή στα είδωλά της·
τόση, σαν μια άλλη ζωή που χωράει αναλλοίωτη
σε ένα κάτοπτρο πιο αινιγματικό,
ή σε μια μήτρα που ανοίγει μέσα σε άλλη,
για να κυοφορήσει από το τίποτε το παν.
Πού έχεις το μυαλό σου, Φάουστ;
Βρίσκεσαι ακόμη στη γραφή,
απέχοντας μια συλλαβή απ’ τον προορισμό σου.
«Χτυπούν; Εμπρός!». Ποιος σε μιμείται πάλι;
Ποιος ντύθηκε τα ρούχα σου και το λευκό φτερό;
Και ποιος, κουτσαίνοντας, με τέχνη μοχθηρή την τέχνη σου νοθεύει;
Άμοιρε Φάουστ!
Το πνεύμα σου γελάστηκε στα δώρα των πνευμάτων·
το μάτι σου αγκυρώθηκε στο δανεισμένο φως·
κοίτα ψηλά,
πώς ξεπερνά το ανάπτυγμα της φλόγας
τη σχάρα που ανεβάζει τους νεκρούς·
στρόβιλοι ζώνουν τον σηκό και ξεσκεπάζουν
το ανέστιο και κωμικό βασίλειο των σκιών.
Ό,τι συμβαίνει είναι μέρος τού ίδιου ρόλου
σ’ ένα μελόδραμα που γράφεται διαρκώς.
Ό,τι συμβαίνει βρίσκεται πολύ καιρό μαζί μας.
ΙΙΙ.
Προς τα πού είναι η πύλη τού ανθρώπινου, Φάουστ;
Προς τα πού είναι η γνώση των κανόνων τής θέασης;
Όλες οι αισθήσεις σου φωτίζονται στη γη,
όλες σου οι φύσεις αγρυπνούν στα ινδάλματά τους.
Ποια παραπάνω αλήθεια σε απελπίζει;
Υπάρχει ένας κήπος με περίτεχνες βραγιές,
με αλληγορίες δέντρων και θαυμάτων,
απρόσιτος απ’ όλες τις μεριές,
μα ευπρόσιτος απ’ τη μεριά τής λύπης.
Υπάρχει ένας τόπος που ωριμάζει με τον άνεμο·
έρχεται ο άνεμος σπρωγμένος απ’ τὴ στάχτη,
χώμα και στάχτη θαμπωμένα από το χνώτο τής άφεσης,
από τις προσευχές που εξαντλούν το ουράνιο φάσμα·
χώμα και στάχτη,
σαν την ουσία τής φάρσας τού σύμπαντος,
σαν την αθόρυβη επανάληψη τού αδάκρυτου θανάτου.
Μην κρύβεσαι πίσω απ’ τον θάνατο, Φάουστ·
υπάρχει ο τόπος που ακόμη αντηχεί
τους επιδέξιους ελιγμούς των σκευοφόρων,
τη φλέβα στον λαιμό του σαλπιγκτή,
το σπάσιμο του σβέρκου στην αγχόνη·
σαν ένας τόπος πιο μακριά από το μέλλον
ή σαν συναισθηματική σειρήνα που καλεί
[ για ένα φλιτζάνι ζεσταμένο καφέ με μπισκότα βουτύρου
στο καταφύγιο φως μιας λάμπας γκαζιού,
φλυαρώντας γι’ ασήμαντα πράγματα,
παίζοντας τα ωροσκόπια στα δάχτυλα και τους αστερισμούς…
― Ώστε λοιπόν βρίσκουμε τόσα να κάνουμε, οι λεπτοδείκτες συνεχίζουν να γυρνούν
και παραμένουμε όσο πρέπει καθωσπρέπει. ]
Ποια παρωδία στοιχειώνει το μέλλον σου, Φάουστ;
Κάτι που μοιάζει με σκιά σκεπάζει τη σκιά σου
και η γοτθική διαλεκτική παραείναι βολική
για να ντυθείς το ρούχο της σαν πέπλο ονειροπόλου.
[ ― Από εδώ για τα tableaux vivants, παρακαλώ. ]
Κάτι που μοιάζει με σκιά σκεπάζει τις σκιές μας.
____________________________________________
1 Έχω πάντα στον νου μου την απορία εκείνου του μικρού κοριτσιού: Μπαμπά, όταν μεγαλώσω εσύ πάλι θα είσαι πιο μεγάλος από μένα;
2 Το «προς τα πού» απαλλαγμένο από την ερωτηματική του στίξη και από το πρώτο σκέλος «από πού» του κατεξοχήν υπαρξιακού ατοπήματος, ήτοι: απαλλαγμένο από τη μεταφυσική τού πεπρωμένου.
3 Σοφοκλή, Οιδίπους επί Κολωνώ.
Απο την ποιητική συλλογή:
Προς τα Πού