Το λιοντάρι της Δρέσδης

Ι.

Κλάρα Ζίνγκερ, θαμμένη εδώ κάτω από τα χαλάσματα.
Χάινριχ Ζίνγκερ, ζωντανός στον αριθμό 7 της Γκάρτεν Στράσε, Κόσβιγκ.
Μητέρα, σε ψάχνουμε, Ερνστ και Κλάρα.
Φραντζ, είσαι ζωντανός; Η Έλσι σου.
Πού βρίσκεται η κυρία Μπράουνερ;

Γραμμένα με κιμωλία σε τοίχο στη Δρέσδη

Πρέπει να περιμένουμε την επιστροφή τής μανίας,
τον ερχομό μιας Αποκάλυψης παρενδυμένης τον πιο ασυνάρτητο θρίαμβο,
τη συγκατοίκηση της τρομακτικής νοσταλγίας με το ανοίκειο.

Κάτω από τ’ αποχρονισμένα ρολόγια και ανάμεσα στα κλίτη τού κενού
–ένα κόκκινο αδιαπέραστο σύννεφο δένει στα κρόσσια του τα λείψανα
ενός παιδικού ποδηλάτου·

δεν είναι χώρος εδώ παρά μονάχα σάρκα και στόματα που δονούνται ακόμη ζωντανά·
ό,τι σώθηκε από μια πολιτεία καθρεφτισμένο
στ’ ανερμάτιστα νερά των ποταμών,
στις υψηλές θερμοκρασίες τού εξαντλημένου αέρα,
σ’ αυτές τις πυρίμαχες λέξεις που πλέκονται σαν γαμήλια κόμη:

ΣΑΣ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ ΑΙΜΑ, ΛΥΠΗ, ΙΔΡΩΤΑ ΚΑΙ ΔΑΚΡΥΑ1

ΣΑΣ ΥΠΟΣΧΟΜΑΙ ΘΑΝΑΤΟ

Εσάς, ποιος;
Ποιος υπόσχεται το ενδιάμεσο μέλλον,
το μέλλον που ήδη κρέμεται ξεφτίδι στο παρόν;

Μπροστά σε ποιον θα κλείσετε τα μάτια σας,
μετέχοντας στο παιχνίδι τού τραχήλου που γέρνει στο χείλος μιας κενόδοξης αβύσσου,
μαθαίνοντας πως το κάθετο φως δεν μπορεί να σκιάσει καμιά δυνατότητα;

Ρημαγμένο τοπίο τής νίκης σας,
θραύσματα σφηνωμένα στις μορφές που κοσμούν τους πυλώνες τού νείκους·

ένας άντρας εχθρός κυλά τον τροχό,
στρέφει ανάποδα τη βαρύτητα των κρεμασμένων·

ο ίδιος εκείνος εχθρός,
πρόσωπο δίδυμο στο εκμαγείο τής κρίσης,
λάμψη τού άρματος που πετρώνει την όψη του·

όχι ο εχθρός μα η αξεχώριστη όψη,
ο τρόμος μιας ρητορικής που εξιλεώνει τη γλωσσική της έπαρση
με την πραγμάτωσή της:

ΝΑ ΜΗ ΧΑΣΕΙΣ ΤΟΝ ΣΤΟΧΟ.
ΝΑ ΜΗ ΧΑΣΕΙΣ ΤΟΝ ΣΤΟΧΟ,

τα ομόκεντρα γρανάζια που γυρνούν μέσα στη μία λαίλαπα μιαν άλλη.

Τη νύχτα όλα γίνονται κατάληξη κι αιθάλη·
ένας άγγελος προ της ζωής,
καθόλου ουρανός·

καθετί που έχει εξαγγείλει
βρίσκεται κιόλας στη θέση του.

ΙΙ.

Ένας άγγελος προ του εαυτού φτερουγίζοντας,
ακούγοντας μονάχα τη βουή των κινητήρων.

Δεν είχα διόλου φανταστεί πως ούτε οι κρύπτες των ναών θα τους γλιτώσουν,
και γέλασε.

Ούτε ποτέ μού πέρασε απ’ τον νου πως ξεπαστρεύεις τόσο απλά την ιστορία,
και γέλασε.

Ένας άγγελος φτερουγίζει απαλά,
υπεριπτάμενος της θέας των νεκρών του·

αυτών, ποιων;
Ποιοι είναι αυτοί που γλιστρούνε στ’ αφώτιστα βάθη τού γέλιου του;
Ποιος τους φωνάζει και ποιοι του απαντούν;
Ποια λόγια θάβουν τη φωνή κάτω από άλλα λόγια;

IV.

Θ’ ανθήσει ο κήπος
κάτω από τους μαιάνδρους των οστών,
κλήρος δοσμένος αδιαίρετα στα διαιρεμένα μέλη·

θ’ ανοίξει η σπείρα,
ξοδεύοντας όλη την ύλη στην καμπύλη τού μόχθου της,
προικίζοντας κάθε στιγμή μ’ έναν καινούριο χρόνο.

Ρημαγμένο τοπίο τής νίκης σας·
ο αδέξιος χορός τού λιονταριού,
λαθεύοντας ολόνυχτα την τονική των μέτρων,
την τρομαγμένη ελευθερία που ημερώνεται
από το ξάφνιασμα της αναγνώρισής της·

ταιριάζοντας τ’ ανεμικά πατήματα του φόβου,
φόβου μέσα στον φόβο που υποτάχθηκε
στη ροή ενός διαλείποντος κόσμου,
προσπαθώντας να λύσει το αίνιγμα του ορίου
ανάμεσα στον λυγμό και το σύμπαν.

Σε σκόνη σκόρπισαν οι αρμοί, σε στίλβη η στίλβη,
θέρμη παγιδευμένη στον καπνό που λιχνίστηκε πάνω απ’ τη χαίτη,
φέρνοντας πιο κοντά τον σφυγμό στην ανάσα του,
το αβέβαιο πέλμα στη ρωγμή των ενστίκτων·

φέρνοντας πιο κοντά τη διαπασών του ορίζοντα,
καθώς ριγούν οι παλμοί σε παράκλητους φθόγγους,
κλίμακες που ενώνουν το λαχάνιασμα της τρομερής ζωής με την κατεύθυνσή της,

εκεί, στο ασύμμετρο κούφωμα των σορών,
στη δυσανάγνωστη τομή τής αχρονίας·
εκεί όπου η άγρια καρδιά διδαγμένη τον κόσμο αφήνεται στον τρεμάμενο κόρφο.

Εκεί, πού;
Πού μέσα δέχτηκε η σιωπή την έκτασή της;
Σε ποια βουβή συνάντηση ωρίμασε η ανάγκη;

Ρημαγμένο τοπίο τής νίκης σας·
άδειο που ηχούν τα ξύλινα ποδάρια λυμφατικών σκιών·

θα υπάρξει το άστρο
που θα κοιτάξει πιο ψηλά απ’ το δικό του θάμβος·
ψηλά, ψηλά, πολύ ψηλά,
μέχρι το αρχαίο γέλιο των αγγέλων.
________________________________________
1 I can promise you Blood, Toil, Sweat and Tears: Το μήνυμα του Τσόρτσιλ στην πρώτη του αγόρευση ως Πρωθυπουργού, στις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου (Μάρτιος 1940).

Απο την ποιητική συλλογή:
Προς τα Πού

 

[ Αναρωτιέμαι αν η τόση αφαίρεση ωφελεί ή ζημιώνει. Η δυσκολία βρίσκεται στο προφανές και στην ηρωική αποφόρτιση της ποιητικότητας.

[……]

Και ο άγγελος; Πώς προέκυψε ο άγγελος; Σαν λογικός συνειρμός από την Sistine Madonna2 ή έτσι όπως προκύπτουν όλοι οι άγγελοι στην ποίηση: σαν βομβαρδιστικά που ξεγελούν τα ραντάρ και την αντιαεροπορική άμυνα;

Ας ξαναδώ τον Φάουστ (του Γκαίτε), παρόλο που ο όγκος του με τρομάζει. Η αρχή τού πρώτου και το τέλος τού δεύτερου μέρους με ενδιαφέρουν περισσότερο. Κρίμα που δεν κράτησα σημειώσεις την πρώτη φορά.

Τι μου διαφεύγει; Γιατί ο Σπένγκλερ θέλει να ονομάζει τον δυτικό άνθρωπο φαουστικό;

Ο Φάουστ κοιτάζει ψηλά. Προς τα πού; Πάνω απ’ το σώμα; Πάνω απ’ το πνεύμα; Ή, τελικά, πάνω απ’ την ηθική, πάνω από το καλό και το κακό, δηλαδή προς την απρόθετη ηθική τής θεότητας;

Ω, αξιαγάπητες, αφελείς διερωτήσεις τής ποίησης!

Οφείλει όμως να πληρώσει ένα τίμημα. Κάπου εδώ αποκαλύπτεται η θρησκευτική παγίδα που επιλέγει να πέσει ο Γκαίτε. Προτιμά να αφήσει ανολοκλήρωτο τον ήρωά του, παρά να τον παραδώσει στις διαθέσεις τού κακού. Η εξομολόγηση και η μετάνοια, αυτά τα ιδιοφυή δογματικά εφευρήματα, είναι η αφήγηση, και ταυτόχρονα η σκηνοθεσία, της εσωτερικής ηθικής ενός πεπρωμένου που προσκρούει στον τοίχο τής πολιτισμικής ενοχής.

Μήπως όμως ο Γκαίτε, προηγούμενος θεολογικά, στο σημείο αυτό, της σκέψης τού Κίρκεγκωρ, ολοκληρώνει την αμαρτία τού Φάουστ του με την μετάνοια; Μήπως δηλαδή η μετάνοια είναι το τελευταίο κομμάτι στο παζλ της αμαρτίας, οπότε αυτοϋπονομεύεται ολόκληρο το αισθητικό και συναισθηματικό οικοδόμημα μιας αφετικής συνταγής;

Η θλιβερή επιστροφή τού Φάουστ στην αισθητηριακή αντίληψη του πραγματικού κόσμου σημαίνει και την παραδοχή από μέρους του εκείνης της μηχανιστικής σύμβασης που αναζητά αιτίες πίσω από τα φαινόμενα.
Η ολοκλήρωση της «τραγωδίας», με τους αγγέλους να απαγάγουν, κυριολεκτικά, την υπερβατική διάστασή του από τα χέρια τού Μεφιστοφελή, είναι πολύ πιο κοντά στο ρομαντικό μελόδραμα (Στάινερ), παρά στην αρχαιοελληνική ή, κυρίως, την ελισσαβετιανή τραγωδία, όπου οι ήρωες κατευθύνονται μέσα από προγραμματισμένες, ή τις δικές τους προγραμματικές πράξεις, προς την αναπόδραστη καταστροφή.

[……]

Να αγνοήσω άραγε τελείως τον Μάρλοου και τον Μαν;

Ο Φάουστους, στον Μάρλοου, καταδικάζεται στις φλόγες τής κόλασης. Η εμπειρία και η μη επιστρέψιμη γνώση τού κακού τον οδηγεί σε μια τρομερή, στην ελευθερία της, επιλογή. Ούτε τύψεις ούτε μετάνοια. Αφήνεται στην τιμωρία, ολοκληρώνοντας έτσι με καθαρότητα την τραγική του μορφή.

Δεν μπορώ ν’ αγνοήσω, ωστόσο, το Μεφίστο, ούτε ως βιβλίο τού άλλου Μαν (Κλάους) ούτε ως ταινία (Ζάμπο). Αυτή η τερατώδης ηθική τής εσκεμμένης άγνοιας και της σιωπηρής συναίνεσης, που καταλήγει στην απενοχοποίηση και την απαλλαγή. Αυτός ο θηριώδης ηθοποιός (Μπραντάουερ), που απενοχοποιεί και εξυψώνει έναν ένοχο ρόλο.

Είναι ο άνθρωπος που πουλά τελικά την ψυχή του στον διάβολο ή ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει; ]

________________________________________
2 Όρθια Μαντόνα ή Παναγία Βρεφοκρατούσα. Έργο του Ραφαήλ, μια από τις περίφημες Μαντόνες του, περιτριγυρισμένη από αγγέλους, που ανήκε στον Δήμο της Δρέσδης. Μετά την κατάληψη της πόλης βρέθηκε στα χέρια των Σοβιετικών, για να επιστραφεί στη συνέχεια.