ΙΙ.
Τα σκοτεινά μέρη βρίσκονται πάντα στο κέντρο
Τζωρτζ Στάινερ
Ποια στιγμή ιστορίας εξυψώνει τη βούληση;
Σε ποια ιστορία η βούληση είναι ενοχή;
Μια ιστορία διασχίζοντας τις εκτάσεις τού χρόνου,
προς τους αθέριστους λειμώνες τού κενού,
και μια ιστορία μη κίνησης,
που παγιδεύει τον χρόνο στον χρόνο της.
Σιδερένια πατήματα ισιάζουν το χώμα που οργώθηκε,
σιδερένιοι αντίχειρες φυτεύουν τους βολβούς των νεκρών·
ένα γκρίζο ποτάμι κυλά μαζί με τον θάνατο,
ανηφορίζει μαζί με τον θάνατο προς την άλλη μεριά τής ροής του·
πάντα κυλά ένα γκρίζο ποτάμι, που είναι όλος ο θάνατος,
παρασέρνοντας τις οπλές που γλιστρούν πάνω στα φαγωμένα νύχια τής νύχτας,
πάνω στ’ αφώτιστα κουφάρια των τροχών·
πάντα ένα γκρίζο ποτάμι ανάμεσα στις γραμμές που χωρίζουν
αυτό που ερημώθηκε
από εκείνο που πρόκειται να ερημωθεί.
IV.
Τούτος ο αντίλαλος της επικής κραυγής [ έτσι είπε ]
που υμνωδεί τη σιγασμένη σάρκα,
τούτο το πλήρες μέλλοντος βλέμμα των νικητών·
τρόπος για ν’ αποκαλυφθεί η απερίφραστη λογική μιας αλήθειας,
μιας αρχής που γεμίζει με δύναμη τον ορίζοντα
[ εκείνη τη δύναμη –έτσι είπε– που τραβά τον ζυγό τού μεγέθους της,
εκπληρώνοντας το ισοδύναμο μεγαλείο τού χρέους ].
Δεν θα επιστρέψουν οι μάσκες πίσω τη μνήμη τους
ούτε η στάχτη τα επιστήθια των άστρων·
ξυρισμένα κρανία, χέρια που οικοδομούν τις πυραμίδες του φόβου τους,
που στοιχίζουν τις πυραμίδες του φόβου τους σε μιαν έρημο θάλλουσα
από αιθέριες φούγκες,
μέχρι να γίνει ο φόβος τους ο φόβος που σας ανήκει,
ο φόβος μιας μάχης που αρχίζει εκεί όπου τελειώνει ένας πόλεμος.
Ένας πόλεμος, λέτε, είναι ο τρόπος να δίνεστε ο ένας στον άλλο,
η προσφορά και η μύηση του ενός στη μετέχουσα ιδέα τού άλλου·
είναι ο τρόπος ν’ αλλάζουν τη θέση τους τα σώματά σας,
ν’ αλλάζει ό,τι έγινε με αυτό που του ορίζεται να είναι.
Ποιος απ’ τους δυο φοβάται περισσότερο;
Παραταγμένοι οι μεν απέναντι στις όχθες των δε
–δεν υπάρχει πια ποτάμι ανάμεσά σας
παρά μονάχα το σιντριβάνι που απόμεινε με τον χορό σε κύκλο των παιδιών,
παρά μονάχα τα εξαρθρωμένα μέλη τής κούκλας
που τραυλίζει ακόμα το πάνινο κλάμα της,
τη φοβερή προσωδία τής επιούσιας άτης–,
κάτω από χαμηλές φωνές που μοιράζουν τον θάνατο,
που διευθετούν τον θάνατο στις μερίδες τής τελεσίγραφης γλώσσας,
υπακούοντας μόνο στη διαταγή που τους δόθηκε:
ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΙΣΩ1
μόνον αυτό·
και μονάχα το φάσμα τού φόβου που τους ανήκει,
το φάσμα που βλέπει στον φόβο τους την εκδοχή τής τελικής τους δόξας
[ έτσι είπε ].
Ποιος από εσάς φοβάται περισσότερο;
Μια χούφτα στόμφου είναι η απορία σας,
ο σταυρός που οι λεπίδες του αγκυλώνουν στον χάρτη,
η νέα εικόνα τού κόσμου σας που υπάρχει
δίχως να επαναλαμβάνεται ποτέ.
__________________________________
1 Ούτε ένα βήμα πίσω. Ο Βόλγας έχει μόνο μια όχθη: Η διαταγή τού Στάλιν για την υπεράσπιση του Στάλινγκραντ, όπου περισσότεροι
από 1.500.000 Γερμανοί και Σοβιετικοί έχασαν τη ζωή τους κατά την εξάμηνη διάρκεια των μαχών, από τον Αύγουστο του 1942 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1943.
Απο την ποιητική συλλογή:
Προς τα Πού
Η ιστορία δηλαδή δεν είναι παρά μια τερατώδης επεκτατική βεβαιότητα, που δεν ακολουθεί καμιά φαινομενική αιτιότητα, αλλά είναι η ίδια που ορίζει την αναγκαία και προδιατεθειμένη φορά τού δυναμικού της κέντρου.
Έτσι, γίνεται εύκολα κατανοητό γιατί σε αυτές τις απόψεις τού Σπένγκλερ, όπως τις διατυπώνει δογματικά, αλλά και αντιφατικά, στην Παρακμή της Δύσης, βρήκαν οι Ναζί πολύτιμα κοινωνιολογικά, εθνολογικά και ιστοριολογικά ερείσματα. Και αν η, καθόλα τραγική και απελπισμένη, κραυγή απελευθέρωσης που απευθύνει ο φλογισμένος νους τού Νίτσε στον άνθρωπο, καλώντας τον να ξεπεράσει τον άνθρωπο, παραμορφώθηκε για να έρθει στα μέτρα των απολογητών του εθνικοσοσιαλισμού, για τον Σπένγκλερ δεν χρειάστηκε καμιά προκρούστεια κλίνη. Ήταν ακριβώς το καλούπι όπου χύθηκε το μάγμα τού ιστορικού πεπρωμένου της φυλής και της καταγωγικής δύναμης τού καθαρού αίματος, και όπου μυθολογήθηκε το Ράιχ ως η έλευση της Τρίτης Βασιλείας.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε που και οι συγκαιρινές μας νεοναζιστικές και νεοφασιστικές ομάδες –και η δικιά μας φυσικά Χρυσή Αυγή– θεωρούν τον Σπένγκλερ «γίγαντα της σκέψης και κορυφαίο διανοητή τού 20ού αιώνα».
Εδώ λοιπόν έρχεται το λιοντάρι, σαν μια μορφή πρωτογενούς πολιτισμού (φύση), η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με την πιο βίαιη και ακραία εκδήλωση τού τεχνικού πολιτισμού (πόλεμος), για να μεταβάλει το ένστικτο τού φόβου σε συναίσθημα και το ένστικτο τής επιβίωσης σε ενσυναίσθηση. ]