Ι.
Κι όμως ο άνθρωπος είναι γεννημένος
για να ρέπει ψηλά και προς τα μπρος
Γκαίτε, Φάουστ
Σπουδάσατε φιλοσοφία, ιατρική και νομική,
την κάθε μία χωριστά, και ασφαλώς θεολογία,
διανύσματα, επιχειρηματική στατιστική
και, μ’ επιμέλεια μοναδική, οικονομία.
Βαδίζοντας κατά μήκος μιας πίστης που δεν αγαπήσατε,
κατά μήκος μιας διαδρομής που παγιδεύσατε με την απώλεια,
ταιριάξατε το πνεύμα τού φωτός στους γοτθικούς σας θόλους.
Μεθοδικά στοιβάξατε βιβλία και χαρτιά,
όργανα και σταθμά για ν’ αποστάξετε τον πόθο τ’ ουρανού
στ’ αλχημικά σας φίλτρα.
Τεχνίτες των μητροπόλεων και των οξυκόρυφων πύργων,
πλάνητες της ασέληνης νύχτας και των δρυμών τής οξυάς·
πιο κοντά, πιο μακριά,
πνεύμα και πόθος εξίσου παρόντα στη θέαση,
εδραιωμένα μεταξύ της λαχτάρας [ Sehnsucht ]και του αγέννητου φόβου,
μεταξύ μιας αιτίας μη αιτίας που είναι η αιτία τού επίγνωστου
και μιας πλάνης που βιώνεται σαν φορά της ζωής.
Τόσο κοντά, τόσο μακριά,
ανταμώνοντας τα χνάρια των λύκων στις ιερές βοσκές των ζαρκαδιών,
ξαγρυπνήσατε μελετώντας όσα η φύση θέλει να σας δείξει:
τη μορφή ενός κόσμου που υπάρχει
κι ενός κόσμου που ζει τη μυστική ύπαρξή του·
του κόσμου δια μέσου των ονομάτων που συναρμόζονται
προορισμένα να παρανοηθούν.
ΙΙΙ.
Μάρτυρες του ιερού και του βέβηλου,
μάρτυρες της ολέθριας φλόγας και της τραχιάς πνοής,
της περόνης που σκάβει τα μάτια τής μοίρας,
που ξηλώνει τα μάτια τής μοίρας από τις κόγχες των επίβουλων νόμων της·
σχεδόν τραγικοί,
πληρώνοντας το τίμημα των νεκρών που παρασύρθηκαν απ’ την ανάστασή τους·
σχεδόν παράφοροι
μέσα σε αυτή την αθήλαστη γλώσσα που υπαγορεύει τον μέλλοντα
μιας έντρομης σιωπής,
ενώ η αυλαία ανοίγει τις σελίδες της,
θαμπώνοντας στον οίστρο τού αίματος το σχήμα των θνητών,
πρόσωπα λαξεμένα στ’ αντίκρημνα της πλημμυρίδας των στίχων·
ενώ κυρτώνουν οι πόλεις,
όπως κυρτώνει το γέλιο στα χείλη τού τρελού
ή όπως κλείνουν τα βλέφαρα κόντρα στην ώρα τής δύσης.
Δεν είναι πια το αίμα που στράγγισε στην άγονη κοίτη του,
σαν μονότονη ηχώ που στραγγίζει στις φτερούγες τής Χίμαιρας.
Δεν είναι πια οι πόλεις
–οι πόλεις που υπήρξαν–,
δόντια απονευρωμένα στο δέλτα τού στόματος,
νικημένοι ανεμόμυλοι από φυλές τιμητών.
Δρόμοι στην άκρη της γραφής πάνω στη σκόνη·
δεν είναι πια η σκόνη
παρά μονάχα τούτη η φρυγμένη γραφή που ομοιώνει
το βιβλικό της πρόσταγμα με τη ρητορική του·
δεν είναι πια οι δρόμοι
–οι δρόμοι που υπήρξαν–
παρά μονάχα τούτος ο άνεμος που σαρώνει τις αρχαίες γραμμές,
εκπορθώντας τ’ ανυπεράσπιστα τείχη.
Τα υπόλοιπα είναι ο θρήνος που οφείλετε για όλο τον ήλιο κι όλο τον ουρανό,
για όλη την έρημο και τις θίνες τής άμμου που σκεπάζουνε τους συλημένους τάφους·
είναι οι πτυχές των διαρρηγμένων ιματίων σας που σέρνονται στον λάκκο τής σκηνής
και η μεγαλόσχημή σας αναμέτρηση με την αναπαράσταση της πτώσης.
Απο την ποιητική συλλογή:
Προς τα Πού
Στοιχεία από το διαδίκτυο:
13 – 14 Φεβρουαρίου 1945.
Δρέσδη, ανοχύρωτη πόλη – τρεις αλλεπάλληλοι συμμαχικοί βομβαρδισμοί.
1.400 αεροπλάνα βομβαρδιστικά και συνοδείας.
3.760 τόνοι βομβών (εκρηκτικές, εμπρηστικές και φωσφόρου).
75.358 κατεστραμμένα σπίτια.
135.000 νεκροί (οι εκτιμήσεις διαφέρουν: από το ελάχιστο των 60.000 μέχρι το μέγιστο των 250.000).
[……]
Μάρτιν Βάλζερ, Η υπεράσπιση της παιδικής ηλικίας, εκδ. Εστίας, μτφρ. Κώστας Κουτσουρέλης – Πάνος Σιμίτος:
(…) η σκέψη τού Άλφρεντ πήγαινε στα λιοντάρια που το ’χαν σκάσει τη νύχτα του μεγάλου βομβαρδισμού, τον Φλεβάρη του ’45, από το τσίρκο Σαρρασάνι όταν αυτό πήρε να καίγεται. Ο Δρ Χάλμπεντλ είχε διαφύγει μαζί με τη γυναίκα του από τον φλεγόμενο Οίκο των Εβραίων, η γυναίκα του είχε παρασυρθεί μες στην πύρινη λαίλαπα, ο Δρ Χάλμπεντλ είχε πέσει στο γρασίδι τού Έλβα, ολόγυρά του πτώματα καμένα και αιμόφυρτα. Το φθινόπωρο του ’45 τους είχε αφηγηθεί πως το λιοντάρι τον πλησίαζε ολοένα μυρίζοντας τους νεκρούς και πως φτάνοντας κοντά του κατάλαβε ότι εκεί κάτω κάποιος είναι ακόμη ζωντανός και ξάπλωσε αμέσως δίπλα του, κολλώντας μάλιστα επάνω του σφιχτά.
[……]
Ο ψυχισμός τού λιονταριού είναι το θέμα μου.
Να δω το λιοντάρι σαν το ένστικτο μιας επιβίωσης που μπορεί να εκδηλωθεί μόνο κοντά στη θέρμη μιας άλλης ζωής; Ή σαν μια υπερβατική μορφή που σφίγγεται πάνω στον δαίμονά της, γυρεύοντας να προστατευτεί από την αγριότητα των φαινομένων;
Πρόκειται, κατά μια γενικότερη (και λίγο αυθαίρετη ίσως) έννοια για τα ίδια φαινόμενα που μας καλεί να ερμηνεύσουμε (σώζειν) ο Πλάτων, όμως από την οπτική τής δυτικής εγρήγορσης: η μόνη παραδεκτή κίνηση του ανθρώπινου πεπρωμένου είναι η κίνηση προς τα εμπρός με οποιοδήποτε μέσον, ενώ απωθείται εντελώς η ομαλή κυκλική που αντιλαμβάνεται ο Πλάτων.
Δηλαδή, η Δρέσδη έπρεπε να καταστραφεί όχι σαν στρατιωτική αναγκαιότητα (που δεν ήταν), αλλά σαν το συμβολικό ενέργημα μιας νέας κυριαρχίας που επιδεικνύει τη δύναμή της. Ο βομβαρδισμός της κακώς αιτιολογείται ως πράξη εκδίκησης ή υπονόμευσης του ηθικού των αμάχων. Είναι το ιστορικό αποτύπωμα της τόσο κακοποιημένης νιτσεϊκής βούλησης για δύναμη, το ίδιο ακριβώς που άφησαν και οι ναζί με τα δικά τους εγκλήματα, αυτό που καθορίζει εντέλει ολόκληρη τη δυτική λογική.
Τελικά, ίσως και να έχει κάποιο δίκιο ο Σπένγκλερ όταν λέει ότι η ιστορία είναι έκφραση, σημείο και ψυχισμός που έγινε μορφή.
Τι κράτησα στη μνήμη μου από τη Δρέσδη;
Τον θολωμένο Έλβα και τη θέα τής καινούριας πόλης απέναντι.
Ένα βομβαρδισμένο κτίριο που το διατήρησαν σε περιποιημένα ερείπια, δήθεν σαν μνήμη, αλλά αποτελούσε βασικό αξιοθέατο για τους τουρίστες.
Τους τεράστιους κήπους ενός παλατιού.
Την επιβλητική Φραουενκίρχε.
Το κτίριο της Όπερας.
Έναν κεντρικό πεζόδρομο γεμάτο εστιατόρια και καφέ, όπου σπρωχνόσουν ανάμεσα σε γλώσσες και φυλές για να περάσεις και, παραδόξως, τη σκοτεινή είσοδο μιας στοάς που οδηγούσε σε ένα εξίσου σκοτεινό παλαιοπωλείο.
Αυτό δεν ξέρω γιατί μου έκανε τόση εντύπωση, ίσως επειδή ήταν η μόνη εικόνα που πλησίαζε στην καταθλιπτική εικόνα που φανταζόμουν ότι θα συναντήσω στην πόλη, λίγο μετά την πτώση τού τείχους (δεν αγόρασα τίποτε, αν και βρήκα μερικές επιχρωματισμένες γκραβούρες της παλιάς Δρέσδης, που μου άρεσαν).
Λιοντάρι πάντως δεν είδα πουθενά. ]