Να’ μαι και πάλι τώρα εδώ,
πάνω απ’ τους τόπους της φτωχής γεωγραφίας,
μια κι όπως λεν τα πάντα είναι παρόντα
κι αυτό που ήταν μια φορά ακόμα είναι.
Μέσα απ’ το φως κοιτάζοντας τη φλόγα
και μέσα από τη λάμψη τη φωτιά.
Καθήκον είχα ως παλιός χριστιανός
έργα και λόγια των κυρίων να πιστεύω·
ήσυχος του ύπνου τον μανδύα τυλιγόμουν.
Στα όνειρά μου έτρεχαν νερά
απ’ τις βρυσοπηγές της Αραγώνας·
ήχοι άλλοι δεν με τάραξαν ποτέ
ούτε γητειές παραμυθένιων μάγων.
Τυχαία μου έπεσε στα χέρια η φυλλάδα
κι όπως κουτσά στραβά τις λέξεις σεργιανούσα
της σκευωρίας βρήκα την κλωστή.
Τα μυστικά τους πάρε δώσε αγνοώ, μα ξέρω τώρα
πως και οι δυο δοξάστηκαν στη ράχη μου πατώντας.
Πολλοί εξαρχής με είχαν συμβουλέψει:
μη βγεις στον δρόμο με τρελό, θα φορτωθείς μπελάδες,
μ’ αρχοντοπούλες μου είχε τάξει και οφφίτσια·
έτσι καβάλησα το γκρίζο μου γαϊδούρι
μια τίμια προσμένοντας συναλλαγή.
Ωστόσο ο Δον Κιχάνο με ξεγέλασε
στου κουλοχέρη εγκαταλείποντάς με τη γραφίδα·
έρμαιο αφέθηκα πράξεων γελοίων
που οι ίδιοι μηχανεύτηκαν για μένα·
ήμουν εγώ ο αλανιάρης σκύλος της Αποκριάς.
Ήμουν αυτός που απόμεινα στεγνά να ονομάζομαι
Σάντσο Πάντσα, ο πλανόδιος κοιλαράς,
ειρηνικός ακόλουθος του ιδάλγου·
ένας αγροίκος, κουτοπόνηρος χωριάτης,
που σε όλα πίστευε και αμφέβαλλε για όλα,
ο πάντα δεύτερος σ’ αυτή την κωμωδία.
Κι αν τελικά με κράτησαν στα μέτρα της σειράς μου
και δεν ελπίζω σε τίποτε πια,
διόλου δεν θλίβομαι.
Ξέρω καλά πως η ιστορία ευνοεί τους ισχυρούς.
Δεν αφαιρώ και δεν προσθέτω·
πέρα απ’ τον χρόνο σμίγω με τον χρόνο·
μένω της μάνας μου ο γιος·
μένω μονάχα ο Σάντσο.
Αυτός που είμαι εγώ.
Απο την ποιητική συλλογή:
Η δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά