Όμως και ο Τόμας Μωρ ταξίδευε με τραίνο.
Χιμαιρικά ταξίδια αναψυχής
απ’ τα παράλια μέχρι την ενδοχώρα.
Μες στη δερμάτινη βαλίτσα του με τάξη
όλες του οι αυταπάτες διπλωμένες·
πιο κάτω τα κοστούμια του
κι ένα ζευγάρι μαλακά παπούτσια περιπάτου.
Σκύβοντας στο παράθυρο μπορούσε
να δει όλα τα θαύματα
του τόπου που δεν ήταν,
του τόπου που σε σχήμα φεγγαριού
μισού μόνο από το παράθυρο
του τραίνου σου τον βλέπεις.
Έφτανε στον σταθμό πριν σκοτεινιάσει
–κανείς δεν ήτανε να τον υποδεχτεί–
με πάντα κάτι ξεχασμένο στο κουπέ του:
γάντια, καρφίτσες, ώρα επιστροφής,
καμιά φορά τη μαύρη του κλωστή
που είχε για να ράβει τον λαιμό του.
Ώσπου μια μέρα ο συρμός
ξέφυγε από τις ράγες.
Κύλησαν οι τροχοί του στα χωράφια,
κύλησαν και συνέχισαν σαν μακριά σκιά
μια διαδρομή πλάι στη διαδρομή τους,
απ’ τα παράλια μέχρι την ενδοχώρα
χωρίς να σταματάνε πουθενά.
Σκύβοντας στο παράθυρο ο λόρδος
Τόμας Μωρ (Πρόεδρος της Βουλής,
Σφραγιδοφύλακας και Υπουργός
των Θησαυρών του Βασιλείου)
με το κομμένο του κεφάλι στον αέρα,
με βλέμμα σαν οθόνη από γυαλί,
κοίταζε όλα τα θαύματα του νέου ταξιδιού,
όλα τα πλάσματα της χώρας που δεν ήταν
ούτε αντανάκλαση ούτε μάταιη δωρεά.
Στους παραλλήλους του καινούριου κόσμου.
(Μπορεί και λίγα μίλια πιο κοντά).
Δεν τον συνάντησα ποτέ
αν και ήμουν ελεγκτής στο ίδιο τραίνο.
Ο χρόνος βλέπετε. Με μπέρδευε ο χρόνος
που ολοένα ξέφευγε απ’ τις ράγες,
ακολουθώντας τη φορά της αμαξοστοιχίας,
τρέχοντας πίσω απ’ της φενάκης του τη σκιά.
Και πώς να φτάσεις μια σκιά
για ν’ ακυρώσεις το εισιτήριό της;
Απο τη ποιητική συλλογή:
Χωρικά