Madonna Ognissanti

Υπάρχει μόνον ένας δρόμος για το άρρητο,
όμοιος δρόμος·

μακρύς σαν θραύσμα συνεχές,
μακρύς, μακρύς και πιο μακρύς ακόμα·
κι όπου σταθείς για να ξεκουραστείς,
στη μέση και στη μέση της ή στα μισά της μέσης,
πάντα σου μένει άλλη τόση διαδρομή.

Κι ένα σημείο, το ελάχιστο
σημείο της σκιάς και του φωτός,
αυτό που ξετυλίγει τις διαστάσεις,
ιεραρχώντας την προοπτική

του κόκκου και του κρύσταλλου
και του αργαλειού που υφαίνει το ύφασμα
του ορίζοντα και του ψευδούς κενού.

Όπως η σπείρα ξετυλίγει τον εαυτό της,
τροχιά θαρρείς περιδινούμενων σχημάτων,
μοιράζοντας το λίγο στο πολύ
και το πολύ μοιράζοντάς το στ’ όλο,
σαν αλληγορική δημιουργία
ή θαύμα δουλεμένο από τον νου,
που βάζει τάξη στο πλήθος των αγίων
και στων αγγέλων τα κλειστά φτερά.

Αυτά σκεφτόταν εφτακόσια χρόνια πριν
ο Ιταλός ζωγράφος Τζότο ντι Μποντόνε
ενώ μετρούσε κάτω απ’ τις γραμμές
σε ορθές γωνίες
–σαράντα πέντε μοίρες τ’ ουρανού,
σαράντα πέντε μοίρες του ανθρώπου–,
τους τόνους αντιθέτοντας της τέλειας ομορφιάς
στην Ένδοξη Μαντόνα του,
που κάνει πως χαμογελά, το γόνατο
χαϊδεύοντας του βρέφους.

Αδυνατώντας όμως να εξηγήσει
πώς κάτι που αλλάζει διαρκώς
μπορεί και παραμένει πάντα το ίδιο
σε μιαν ιδεατή αναλογία,
όπου ό,τι μοιάζει αληθινό δεν είναι βέβαιο,
ενώ το βέβαιο δεν μοιάζει αληθινό.

Αυτά σκεφτόταν ταξιδεύοντας
στο τραίνο των οχτώ,
δεύτερη θέση Σιένα-Φλωρεντία,
εξήντα εφτά χιλιόμετρα σε σταθερή τροχιά
με ώρα άφιξης εννέα παρά πέντε.

Απο τη ποιητική συλλογή:
Χωρικά