Όπως δυο σώματα πέρα
απ’ τη φύση σου Κύριε,
όπως δυο σώματα
απ’ τον Αλντεμπαράν ώς το Άλφα
του Κενταύρου,
μέχρι τη γλώσσα που ονομάζεται
ευχή πριν απ’ τη σκόνη,
το έσχατο όριο της ανάγκης
που ονομάζεται άλωση·
όπως δυο σώματα
μες στην υπερβολή της κάθε
μέρας, ότι το φως
είναι φως κι ο αέρας αέρας,
κι ότι όλα διαχέονται μέχρι
την τελική σύλληψή τους,
τότε που γίνεται σώμα το φως
και γίνεται σώμα ο αέρας,
σώμα αφής και ταράζεται
μες στις αισθήσεις, στο ρίπισμα
μιας χοϊκής δημιουργίας·
έτσι δυο σώματα ενσαρκώνουν
τον Λόγο σου Κύριε,
στη γύμνια τους του εύλογου τη γύμνια
ευλογώντας, σε μια τροχιά, βάζοντας
σύνορο τον πόθο, τη γνώση οδηγώντας
απ’ τη διάδρομη ομορφιά.
Κόκκινη οπλή του φεγγαριού
στου αγοριού το μέτωπο,
στα ευφρόσυνά του χείλη.
Της θεουργίας πέτρα δροσερή
μες στην ιλύ του ποταμού,
όπου ανταμώνει ο κήπος με το φίδι.
Ύπνος θνητών του έρωτα ο ύπνος,
του κοριτσιού που αποκοιμιέται
αγκαλιασμένο πλάι στου ρούχου του
την ήμερη σκιά.
Μακάρι να ερχότανε τώρα
η μικρή ακροβάτις
με το λεπτό στρώμα της πάχνης στις παλάμες,
την άσεμνη περόνη στα μαλλιά,
πασχίζοντας να ενώσει την άκρη
στην άκρη του σύμπαντος,
πατώντας το δεξί της πέλμα στο παρόν,
ζυγιάζοντας το αριστερό πάνω απ’ το μέλλον,
πάνω απ’ το δέντρο της Εδέμ, που τα μαγέματα
βαφτίζονται με τον άπρεπο τρόπο των όντων·
κορμί να προστίθεται σε άλλο κορμί,
ύλη να τελειώνεται με ύλη,
τις λέξεις γεννώντας που ορίζουν το άυλο.
Ιδού λοιπόν, στις κερκίδες,
του λαού της το αίσθημα,
ιδού, η αμμώδης αρένα και το κενό,
ιδού, αυτή θεατή, ως θραυστή επιφάνεια
μπροστά από το ελάχιστο, πριν απ’ το περιττό,
ως αρμονία κίνησης, χάρη του κέντρου βάρους,
ως μόρια ύλης που ενώνουν
τις άκρες του σύμπαντος.
Μακάρι να ερχότανε τώρα ο νεκρός σαλπιστής,
με την ωραία γαλάζια στολή του,
τα κόκκινα σιρίτια, το απαστράπτον
μαύρο γείσο των ονείρων του,
ελεύθερος απ’ τον βηματισμό της μπάντας,
λυτρωμένος απ’ το μαρς των ουρανών·
μακάρι να ερχότανε τώρα ο έφηβος νους,
με τους ιωνικούς κρατήρες των θαυμάτων,
τις γυμνασμένες φλέβες του λαιμού,
του στήθους του την άδυτη ανάσα,
γιατί στις ώρες ο ήλιος έχει κιόλας πληθύνει
και κανένας ακόμα δεν σάλπισε
τον κατάσαρκο ύμνο της άνοιξης·
γιατί τα χρώματα γεμίζουν με το χρώμα τους,
το κίτρινο με το κίτρινο και το καφέ με καφέ
–είναι αυτή η εποχή· το λευκό δεν υπάρχει
και τα χέρια ανεβαίνουν στον φόβο·
γιατί τα νερά σπάζουν με πάταγο τη θλίψη,
τη μέλαινα χολή των ζωντανών.
Έλα καλέ μου, ο ύπνος μου είναι ίαμα
και νάμα· να με γευτείς, να με λουστείς
και να με ονειρέψεις,
να πλέξεις όχθες μέσα μου,
λόγια να με ταιριάσουν,
ξυπόλητος να με διαβείς,
σαν με διαβείς να στάζεις.
Αχ, ας ερχότανε τώρα αυτό
που ποτέ δεν γνωρίσαμε·
οι όψεις του αλλάζουν στους αιώνες
κι ωστόσο παραμένει αναλλοίωτο,
σαν τις πανάρχαιες πέτρινες μορφές
που σιωπηλές αναδύονται απ’ το χώμα,
έχοντας γύρω απ’ το στόμα τους
το αυστηρό των θεών,
ή των ανθρώπων οργισμένων με θεούς,
έχοντας δεξιά τους τούς ανέμους
κι αριστερά τους τούς ίδιους ανέμους
καθώς επιστρέφουν·
σαν αυτές τις αρχαίες μορφές
που προσεύχονται, ατενίζοντας
την ποίηση των έργων,
ασάλευτες μες στων δυνάμεων τον σάλο,
μοναχικές στα ιερά της μοναξιάς.
Αχ, ας ερχότανε τώρα
αυτό που θελήσαμε,
το μακρινό μυστικό μακρινών αστεριών,
ανοίγοντας όλον τον χρόνο σε μία στιγμή,
αυτήν ακριβώς τη στιγμή
που δυο σώματα ματαιώνουν το έλεος,
δένοντας με τις ρίζες τους
το βαρύ της ζωής,
τρέφοντας με τα φύλλα τους
το ελαφρύ του θανάτου,
έτσι καθώς υπάρχουν οι άγγελοι,
σαν λάμψη πριν απ’ την πνοή
και σαν πνοή ασχημάτιστη ακόμα·
έτσι καθώς ζωγραφίζονται οι άγγελοι,
ανάσκελα στις οροφές των κοσμογονιών,
σαν σώματα που τα χαρίζει ως πρότυπα η γη
και σαν αμφίφυλα φτερά,
δώρο των ουρανών.
Απο την ποιητική συλλογή:
Σώματος Λόγος