Τέλος, εγώ εδώ
θρύλους εξιστορώντας και μυθεύματα,
με ονόματα πεθαμένων μιλώντας τις νύχτες,
τόπους που απόμειναν κίτρινοι σε λαδωμένες σελίδες:
Μπάλτζα, Χαρμάνκιοϊ και Αραπλί,
Αμάσεια και γη ξερή της Αρμενίας·
Απ’ όπου έφτασε τότε μ’ ένα χρυσό
φλουρί στο μαντίλι δεμένο
κι ένα εικόνισμα τυλιγμένο στον σάκο,
ζητώντας μέρος να πλάσει το χώμα
και να λατρέψει τον άγιο
για την έσχατη ώρα.
Γυρεύοντας στων αγρών τα στερεμένα πηγάδια
φωνές κοριτσιών ερωτευμένων
με τα μεγάλα μάτια των Μακεδόνων,
κυνηγώντας σε κάποιο χαράκι να τύχω
τον δράκο που λένε οι παλιοί
πως κρατάει τις πηγές.
Κείνο το βράδυ φάνηκαν οι νεράιδες
κι έγειραν πάνω του με τα στήθη γυμνά,
παίζοντας και φιλώντας του τα ευαίσθητα.
Κι αυτός, νέος ως ήταν και σεβνταλής,
δάγκωνε μέχρι αίματος τη γλώσσα
μην του ξεφύγει το αχ! και χάσει τη μιλιά.
Να ελευθερώσω τα νερά και τα όνειρα,
τα σημεία της λέξης Πατρίδα,
να σκάσει η μέρα σαν κεφάλι ανθού,
κι ύστερα πάλι το πρόσωπο να στρέψω
στα υψωμένα κοντάρια όπου κρέμονται
τα μέλη των σκύλων.
Κι έπεσε εμπύρετος από τότε καιρό,
τυραννώντας τη μάνα του που ξημέρωνε
να του αλλάζει κομπρέσες
κι όταν συνέφερε ήταν το στόμα του πληγή,
μονάχος γύριζε, ο σαλός του χωριού,
κι ούτε η βαλεριάνα ούτε τ’ άλλα βοτάνια του’ καμναν κάτι.
Γιατί φαίνεται πως τ’ ανερμήνευτα υπάρχουν,
κι όχι πως θέλει προσευχές ή ξόρκια
ή, τρισχειρότερα, να νηστεύεις το λάδι·
αρκεί καθαρός ν’ αντικρίζεις τα θαύματα
και τότε μονάχη η γλώσσα σου
θ’ αξιωθεί τα πάθη.
Ώσπου ήρθε ο καιρός και είδε τον άγγελο
να του κρούει το στήθος.
Κρεβάτι γύρεψε προς την Ανατολή,
όπου μερόνυχτα παιδευόταν να παραδώσει,
το σεντόνι μουσκεύοντας στον ιδρώτα
και στο μύρο της βάφτισης.
Όμως τώρα που ξετυλίγω το ειλητάρι
ανακαλύπτω μοίρες κοινές των ανθρώπων
που έσμιξαν ήσυχα κάτω από δέντρα,
λίγο αίμα αφήνοντας ο ένας στον άλλον,
την ίδια άνοιξη αλλάζοντας
στόμα με στόμα.
Τέλος, οι πιο γριές, γονατίστε, τους είπαν
κι αφήστε τα παράθυρα ανοιχτά.
Έτσι έγινε κι ελευθερώθηκε ο χώρος
και μπήκε ο άνεμος καθαρός·
τότε, πού είναι, ψιθύρισε,
πού είναι ο Αλέξανδρος ο Μακεδών
και ησύχασε.
Κι έμεινε στην αυλή το πετεινάρι
με το μεγάλο νύχι να σκαλίζει
το χώμα, για να’ ρθει το φως
από τους άλλους τόπους.
Απο την ποιητική συλλογή:
Η δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά