Τσιγάρο πρώτο
Τώρα θα ζήσεις μονάχος
σ’ αυτό το χέρσο δωμάτιο,
χωρίς κουρτίνες,
χωρίς μπαλόνια φουσκωμένα με ανάσα ή με ήλιον,
χωρίς ινδάλματα κρεμασμένα απ’ την οροφή.
Σ’ αυτό το δωμάτιο
με φτερουγίσματα απολιθωμένων πουλιών
κι ερωτικές περιπτύξεις φαντάσματα,
με την τεράστια σκιά του καρφιού
που παλινδρομεί σπασμωδικά στο μέτωπό σου,
στάζοντας άχρωμο αίμα σε κάθε του έξοδο.
Κερνώντας στον εαυτό σου παγωμένη αδράνεια,
κατεψυγμένα χρώματα, κομμάτια
σκόνης που χούφτα χούφτα συσσώρευες.
Πλάι στο παράθυρο η διάτρητη νύχτα,
το τρίξιμο του ξεραμένου φεγγαριού στη συστολή του,
το μολυσμένο δέντρο της αυλής
με τα σφαγμένα δάχτυλα στα κλαδιά του.
Απόκοσμος φόβος θα συγκλονίζει τα μάτια σου.
Τσιγάρο δεύτερο
Τώρα θα ζήσεις εδώ,
κοιτάζοντας γύρω γύρω τη λάμπα,
τα περιττώματα των εντόμων στο γυαλί,
πάνω στο σώμα σου τα περιττώματα
της νοσταλγίας.
Στον καθρέφτη κοιτάζοντας
τη σφιγμένη σου μάσκα να χάσκει
στο γεμάτο μαύρο κενό·
αναπαράσταση απέραντου κόσμου
που με ρυθμούς αλυσίδες σε καταδίωκε.
Θ’ ακούς την καρδιά σου να πάλλεται
στις τεντωμένες σου φλέβες,
καθώς κουβέντες εκρήξεις
θα σπρώχνονται μέσα σου,
θα πιέζουν ν’ ανοίξουν το στήθος σου,
να ξεχυθούν, στα κρανία να τελειώσουν
των πεθαμένων.
Όχι, κανείς δεν θα’ ναι απέναντί σου.
Μονάχα το σάβανο φως θα λύνει το βλέμμα σου
ή θα τυλίγει προσεχτικά το μυαλό σου
στο καλό του κοστούμι.
Τσιγάρο τρίτο
Τώρα εδώ θα περιμένεις τους διώκτες σου.
Παραδομένος,
άφωνος στον λαιμό θα καρφώνεις τα νύχια σου,
άφωνος όπως πάντα.
Θυμάσαι εκείνα τα είδωλα βράδια
που τσάκιζες τη γλώσσα σου στα δόντια
μη σου ξεφύγει ο μεθυσμένος άγγελος
που παραμόνευε στο στόμα σου γυμνός;
Ομίχλη μες στην ομίχλη, κενό μες στο κενό·
χωρίς οινόπνευμα, χωρίς τσιγάρο,
χωρίς τα νέγρικα μπλουζ που σε φαρμάκωναν·
με τον βολβό να φωσφορίζει πλάι στην πόρτα,
με την αλλόκοτη κραυγή του φεγγαριού
στο καινούριο του γέμισμα.
Τσιγάρο τέταρτο
Τώρα εδώ θα ηλεκτρίζεις τα νεύρα σου·
ρημαγμένες εικόνες τρελών,
σκαμμένα μάγουλα θα διώχνουν τον νου σου.
Θα εγκαταλείπεσαι σε σταθμούς δίχως σήμερα,
αραχνιασμένα βαγόνια,
κλειδούχους αγάλματα,
μαζεύοντας κάθε τόσο στα δίχτυα σου
το σύντριμμα των γιορτών,
λάσπη μέσα στη λάσπη τη μνήμη σου.
Θα κλαις το γέλιο που ποτέ σου δεν γέλασες
στο κροτάλισμα των χτικιασμένων χεριών σου·
θ’ αγγίζεις το αίμα,
μαζεύοντας γύρω σου σημαδεμένους τοίχους,
σκίζοντας με τα χείλη σου την ίδια πάντοτε φράση:
Μόνον η νύχτα ξέρει γιατί δεν αντέξαμε.
Απο την ποιητική συλλογή:
Ζεστή Πανσέληνος