Κάθομαι και κοιτάζω τα πουλιά μέσα στο σπίτι.
Μίζερα πουλιά, κακοφτιαγμένα είναι,
αταξινόμητα.
Ούτε πετάνε ούτε τραγουδάνε
ούτε τσιμπολογάνε με τα ράμφη τους
τις αισθήσεις.
Στέκονται ασάλευτα πάνω στις ράγες του τραίνου
που περνά τακτικά από δω·
ασάλευτα και τα μάτια τους,
στυλωμένα στο ίδιο σημείο.
Περιμένουν το τραίνο, μου λέει ο σταθμάρχης.
Θα κάνουν ένα ταξιδάκι αναψυχής στην ενδοχώρα.
Το τραίνο περιμένω κι εγώ
–γι’ αυτό εξάλλου κι οι βαλίτσες πλάι στα πόδια μου.
Όχι εκείνο της ζωής
με τα πολλά βαγόνια και τις ανέσεις,
μα αυτό των μία παρά τέταρτο
που έχει καθυστέρηση στα σύνορα
και θα’ ρθει χαράματα όπως συνήθως.
Μέχρι να φτάσει
καθόμαστε όλοι εδώ μέσα στο σπίτι
χωρίς να μιλάμε,
χωρίς να καπνίζουμε,
χωρίς να λύνουμε σταυρόλεξα ή γόρδιους κόμπους.
Στοιχειώνουμε μόνο.
Απο την ποιητική συλλογή:
Ζεστή Πανσέληνος