Τη γυναίκα την έλεγαν Φορβάλη
και ήταν όντως περίτεχνη.
Αγαπούσε παράφορα
τη σημασία των λέξεων
και τα μικρά εκείνα χωνάκια
που επιμένουν να πάλλονται
στις παρυφές των αμμολόφων.
Η διαρκής υγρασία της θάλασσας
κάτω απ’ τα πέλματά της,
καθώς και η διαφάνεια των μύθων της
της επέτρεπαν να κινείται νοσταλγικά
στα θεωρεία και στους διαδρόμους
των πάλαι ποτέ ενδόξων θεάτρων.
Κανένα παρόν δεν έκαιγε στα στήθη της,
κανένας θεσμός δεν διαπερνούσε
το φάσμα των δακρυγόνων.
Ταξίδευε ανελλιπώς κάθε πρωί
στις γειτονιές των φτωχών
και θαύμαζε τα ασπρόρουχα
που στέγνωναν στους εξώστες.
Το μεσημέρι
επέστρεφε για να λουστεί
στο αίμα των υπερχίλιων εραστών
που σφάζονταν μπρος στην εξώπορτά της.
Και το βραδάκι,
ακολουθώντας τους χάρτες της,
έφτανε στις σκηνές των στρατηγών,
παίρνοντας πάλι τη θέση της
στη σκακιέρα.
Απο την ποιητική συλλογή:
Ζεστή Πανσέληνος