Ήταν ένα τραγούδι χωρίς ρεφρέν μμμ! μπορεί και χωρίς λόγια ο δίσκος γύ-ριζε στο πικ-απ ώρες ολόκληρες ο σαλτιμπάγκος χοροπηδούσε από τραπέζι σε τραπέζι ήταν γιορτή ναι δεν θυμόταν καλά πάει καιρός ένα τραγούδι πα-ράξενο με φωτιές ο λόφος με τ’ ακατάστατα δέντρα με τους ανέμους πνιγ-μένο σε ιδιοφυείς συζητήσεις και ακριβά αυτοκίνητα ασθενοφόρα σε στα-θερές διαδρομές μια πιστολιά μετά τίποτε ο δίσκος γύριζε στο πικ-απ δεν θυμόταν καλά ένας Ασιάτης στις ράγες του τραίνου αποκεφαλισμένος από τα φτυάρια των εργατών είχε πανιάσει προσπαθούσε αγωνιζόταν ν’ αγγίξει την ατμόσφαιρα δεν τα κατάφερνε οι νεκροί βγάζαν τη γλώσσα τους σίγουρα ήταν γιορτή έτρεχε να προλάβει με τη γαλάζια έξωμη τουαλέτα γύριζαν όλα κάποιος τη φίλησε εκεί λίγο κάτω απ’ τ’ αυτί καιγόταν ο καβαλάρης των άστρων με τ’ ασημένια σιρίτια μετά οι φωνές απ’ τους δρόμους και οι κρότοι τα παιδιά στους δρόμους τα παιδιά με συνθήματα δίχως τίποτε άλλο με τις μαύρες σημαίες ο δίσκος γύριζε στο πικ-απ έφιπποι χωροφύλακες στους δρόμους κάτι που πήγαινε ν’ αλλάξει τα όνειρα τους ήξερε αυτούς που δεν έκαναν όνειρα τους φοβόταν ένα τραγούδι που έφτανε τώρα κομματιασμένο ο χορός το κονιάκ όλα γύριζαν ο σαλτιμπάγκος κρεμασμένος στον πολυέλαιο δείχνοντας την πληγιασμένη του γλώσσα οι άδειες του κόγχες έχασκαν φωλιές μοναξιάς τα παιδιά πεσμένα στην άσφαλτο ματωμένα υφάσματα κάτι που δεν άλλαξε δεν θυμόταν καλά αλαφιασμένη έτρεχε με τις γόβες στο χέρι να προλάβει κάποιοι την άρπαξαν την έσυραν στους δια-δρόμους σε ασφυκτικούς ατέλειωτους διαδρόμους οι άλλοι διασκέδαζαν ανύποπτοι ήταν γιορτή πάει καιρός και ήταν νύχτα οι άλλοι γελούσαν ανύ-ποπτοι τους φοβόταν τους άλλους τους ήξερε μετά η ένεση η αηδία και ο τρόμος του κόσμου μετά τίποτε ένας ακόμη χορός το τραγούδι που δεν τε-λείωνε είχε ιδρώσει δεν θυμόταν καλά ο θόρυβος του απόλυτου η παρουσία της ζωής πίσω από τις κουρτίνες η αγωνία του επερχόμενου η αγωνία της ζωής το τραγούδι που τα ήθελε όλα η αγωνία προσπαθούσε αγωνιζόταν να θυμηθεί οι φωτιές στις πλατείες κάποιος τη φίλησε εκεί στο λακκάκι του λαιμού κάποιος τον ήξερε τότε πεσμένος μπρούμυτα στη σάλα του χορού πεσμένος μπρούμυτα στο λιθόστρωτο με τη σημαία πάνω του να τον σκε-πάζει αυτοί οι άλλοι τους ήξερε με τα πηλίκια της εξουσίας να τον πατάνε τους ήξερε τους φοβόταν η νοσοκόμα που αποστείρωνε τη σύριγγα το τρα-γούδι που δυνάμωνε σπάζοντας τα ποτήρια της σαμπάνιας σπάζοντας τις δικλείδες ασφαλείας που δυνάμωνε που δυνάμωνε τον καυτό αέρα της πα-ράκρουσης κυριαρχούσε στον θάνατο κυριαρχούσε σπάζοντας τον θάνατο κυριαρχούσε ναι δεν θυμόταν καλά το τραγούδι η κραυγή της στις τσίγκινες πλάκες των θερμοκρασιών σείοντας τα θεμέλια των ψυχιατρείων
Απο την ποιητική συλλογή:
Στη Μουβιόλα