Στην πορεία που εγκαινίασε ο Σώματος Λόγος, το 2004, και επικύρωσαν τα Χωρικά, το 2007, το νέο σύνθεμα του Σταύρου Ζαφειρίου, Ενοχικόν, είναι ένα έργο στην ουσία του ηθικό, που πραγματεύεται τόσο το ζήτημα του γεγονότος, στις ιστορίες και την Ιστορία, όσο και εκείνο της αναπαράστασής του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος, πιο έντονα και δηλωμένα θεατρικός από ποτέ: από την αρχή του ποιήματος, με το οξύμωρο της ανάγνωσης ενός χαμένου χειρογράφου, ο ποιητής – αφηγητής κινείται σε έναν σκηνικό χώρο, σε μια mise en espace καλύτερα, μια στοιχειώδη σκηνοθεσία που στηρίζεται καταρχήν στις στερεοτυπικές εικόνες του καλλιτέχνη, τα «απαραίτητα» όπως τα ονομάζει: «το ανοιχτό παράθυρο, ο υπολογιστής, ένα σταχτοδοχείο». Η συνέχεια συνδέει άμεσα και απευθείας το ποίημα με τα Χωρικά, φέρνοντας εξαρχής το μύθο, το εικός και το αναγκαίο στο προσκήνιο: «και όσα προκύψουν φυσικά σαν αναγκαία μέσα από το κείμενο». Το κείμενο που μιλάει για το κείμενο, το οποίο θέλει να μιλήσει για τον κόσμο […]
Η πρώτη σελίδα της πρώτης ενότητας με τον χαρακτηριστικό τίτλο «corpus delicti», το σώμα του εγκλήματος, δεν παρουσιάζει απλώς το σκηνικό, αλλά θέτει και το θέμα του ποιήματος: τον αγώνα ανάμεσα στον αναγνώστη και στο κείμενο και ανάμεσα στο κείμενο με τον εαυτό του, που είναι συνέχεια της σύγκρουσής του με τον κόσμο. Από τη μια μεριά, ο κόσμος Ως θέατρο του γεγονότος· από την άλλη, οι εκτυπωμένες, χαμένες σελίδες. Από τη μια ο ηττημένος επόμενος κόσμος και οι αμείλικτου καιροί· από την άλλη η εντροπία που περιγράφεται με έναν αναδιπλασιασμό της βίας, στο φυσικό κόσμο και σε εκείνον των ιδεών. Από τη μια η φοβερή εποχή του Ρεμπώ και από την άλλη η ρητή αναφορά στον Κάφκα, τα Ημερολόγιά του και στον Ντεμπυσσύ.
Το διακύβευμα είναι η κατάκτηση, με όρους αναπόφευκτα πολεμικούς, του νοήματος, της ύπαρξης και της ανθρωπινότητας, ένα νόημα που δεν αποκαλύπτεται με την εικόνα που καθηλώνει η φωτογραφία: η εικόνα του ανθρώπου που φωτογραφίζει, επαναληπτικά, τους τόπους στο Άουσβιτς αντιπαρατίθεται στους στίχους του Τσέλαν, στα λόγια του Πρίμο Λέβι και του Ρομπέρ Αντέλμ […]
Ο Ζαφειρίου περιγράφει το κείμενο ως τόπο, ως χώρο ανέφικτο, όπου η λέξη (mot) αντιπαλεύει –ή μάλλον επιδιώκει να καταφέρει να αντιπαλέψει– τον θάνατο (mort), να τον εξημερώσει. Αλλά ο θάνατος δεν περιγράφεται και δεν ονομάζεται, όπως και η ζωή και η ανθρωπινότητα η ίδια και η ζωική συνιστώσα της ανθρωπινότητας αυτής: τα αδέσποτα, επαναλαμβανόμενο μοτίβο και μοιραία θύματα του περάσματος στην πράξη, πάντα στο πλαίσιο της αναζήτησης του νοήματος, αναφέρονται τόσο στον ίδιο τον άνθρωπο και στην ερημιά του μέσα στον κόσμο, όσο και στη γραφή, που μιλά για τα πράγματα μόνο όταν ξεπερνά τα όρια, όταν ενσωματώνει την ενοχή της ίδιας της ύπαρξής της, ως ανώφελου καθρέφτη μιας αναπόδραστης καταστροφής, ως μοιραίας καταγραφής μιας προδιαγεγραμμένης τραγωδίας.
Ο Ζαφειρίου συνεχίζει και στη συλλογή αυτή τη διαδρομή της φιλοσοφικής και αυτοαναφορικής διερώτησης που είχε ξεκινήσει με την Άτροπο των Ημερών και, κυρίως, με τον Σώματος Λόγο. Πεζόμορφο, χωρισμένο σε ενότητες-σκηνές, δραματοποιημένο, το ποίημά του στηρίζεται στην ειρωνεία και αλλάζει βηματισμό όταν περικλείει το βίωμα. Σαρωτική η ειρωνεία του, για την ίδια την προσπάθεια ορισμού του νοήματος που μπορεί και να μην υπάρχει, καταλήγει εντούτοις και στο λεκτικό χιούμορ, με τις προσωπικές παιδικές συνδηλώσεις της λέξης «πράματα» λόγου χάρη, που μετατρέπουν σε βέβηλο άσμα το «Φεγγαράκι μου λαμπρό». Το βίωμα, όπως ο θάνατος του πατέρα που περιγράφεται με άλλη γλώσσα, άλλο στίχο, σύντομο, άλλο ιδίωμα, αβίαστο και λαϊκό, προβάλλει ως μια διάσταση του κόσμου και της γραφής που υπερβαίνει τις ταξινομήσεις και λειτουργεί κατευθυντικά: θέτει τα ερωτήματα. Κυρίαρχος, ο δοκιμιακός τόνος, με τη φραστική του ολοκλήρωση και ακολουθία, σημαίνει το αντίθετο του πραγματικού: οι συλλογισμοί οδηγούν σε πλάνες που ανανεώνουν τη σχέση με αυτό που είναι και που δεν νοείται, που επιμένει να διαφεύγει. Το κείμενο καταλήγει μια ετεροτοπία που επιδιώκει να γίνει τόπος, να ενταχθεί με ίσους όρους στο γεγονός: να γίνει το ίδιο γεγονός, έστω και άσκοπο, πράξη λόγου συντελεσμένη που κυρώνει το ανέφικτο του λόγου καθαυτόν.
Η ποίηση του Ζαφειρίου, λυρική, αφηγηματική και δραματική, δοκιμιακή επίσης, τεντώνει τα είδη και προκαλεί τις αντοχές των λέξεων, σε μια πολύ επίκαιρη ανίχνευση της σχέσης του καλλιτέχνη με την εποχή του, του έργου με τα πράγματα. Ποίηση δύσκολη, απαιτητική, αποκτά προφανώς μια άλλη διάσταση όταν παριστάνεται, όταν προσλαμβάνεται ως ο αγωνιώδης μονόλογος μιας ένοχης συνείδησης, μιας συνείδησης που δοκιμάζει τα όρια του καλού και του κακού, του δέοντος και του ταμπού. Ποίηση της ηθικής και ηθική της ποίησης σε μια δύσκολη, αλλά κατορθωμένη και γόνιμη συναίρεση.