IX. ubi solitudinem faciunt, pacem appellant

Τι γυρεύεις σε τούτη την έρημο; του είπα.
Σ’ αυτόν τον τόπο των σφαγών και των ενόρκων;
Τούτη η ήπειρος, σ’ όλες τις εποχές,
έχει ν’ απαριθμεί τον θάνατό της.
Τις τελικές της λύσεις, τις μεθόριους
και τις δογματικές της αυταπάτες.
Μπορείς να λαχανιάζεις την ανάσα σου
στης χήνας τον βηματισμό
ή να πλαγιάζεις ήσυχος
με ασκούπιστο το αίμα στους κοπτήρες.
Μπορείς να ιστορείς τα κενοτάφια,
τις βυθισμένες γέφυρες,
τα ερείπια και τους νεκρούς τού μίσους,
ή να διασχίζεις άπατρις
τον επηρμένο ωκεανό τής ουτοπίας.
Μπορείς ν’ ανοίγεις πόρτες και παράθυρα,
για να δειχτείς ολόκληρος,
σαν εκλεκτός, στον κόσμο.

Τι γυρεύεις ανάμεσα στον ερπετώδη νου τού πλήθους;
Του όχλου τού αλαλάζοντος,
του εξαθλιωμένου,
του τρελαμένου από τα σκέλια τής πυράς
και την οσμή τής θηλυκής της σάρκας;
Αν δεις στα μάτια, λένε, τη φωτιά,
κατάματα κι αυτή θα σε κοιτάξει.
Ο φοβερός ανακριτής καλεί την άβυσσο
στη βιβλική της γλώσσα,
και οι πεπτωκότες άγγελοι το βιβλικό του μένος
από τις φλόγες τής αβύσσου τού επιστρέφουν.

Τι γυρεύεις σ’ αυτόν τον λαβύρινθο
με του απόβλητου το ακέφαλο κουφάρι;
Τι αναζητάς στο λάθος χρώμα τού πανιού,
στον θεϊκό συνωστισμό, σε ό,τι απόμεινε
από τα θλιβερά εξάμετρα τής δόξας·
σ’ αυτή την όμοια ειρκτή τού διφορούμενου,
όπου μονάχα όποιος λύσει
επιδέξια τους κύκλους τής κλωστής
μπορεί να βρει το πέρασμα
στο ανάμεσα των μύθων;

Τι γυρεύεις, του είπα, σε τούτο το θέατρο;
Ούτε ο μονόλογός σου θ’ ακουστεί ούτε η σιωπή σου.
Ποιος παίρνει πια στα σοβαρά των τραγωδών τον ρόλο;
Τις ικεσίες τού χορού ποιος επωμίζεται;
Ποιος αμαρτάνει και πιστεύοντας στα λόγια των τυφλών
τυφλώνεται απ’ το ίδιο του το χέρι;
Στο άδειο τόπο τής ανήλεης σκηνής,
χωρίς τον οίστρο και τις λάμψεις των θριάμβων,
σε μιαν ακρόαση κουφών
θα απαγγείλεις φωναχτά το κείμενό σου.

«Είμαι ο λύκος.
Αυτός που η όψη του μουδιάζει τις καρδιές σας,
αυτός που πνίγει τα νεογέννητα του ύπνου σας.
Στους ανέμους μου καίω το στέρνο μου,
στα φεγγάρια μου τα σπλάχνα μου αλλάζω.
Το δέρμα μου ανοίγει καταπάνω σας σαν φως.
Όταν μου λείπει τους χειμώνες η τροφή,
αναζητώ τα μονοπάτια μου που χάθηκαν στις πόλεις.
Όχι ασφαλώς στις εργάσιμες ώρες σας
ούτε με την πασίγνωστη στολή τού εαυτού μου.
Φορώ κουρέλια και σκουφί σαν πολυμήχανος,
ομοιώνομαι τον ναυαγό
που αντίκρισε τη γη των λωτοφάγων.
Κάνω πως τρέμω τάχα από τον φόβο μου,
όταν γρυλίζουν γύρω μου
τα υπόλοιπα αδέσποτα των δρόμων.
Καμιά φορά με πιάνετε στο δόκανο,
άλλες φορές σας πιάνω στο δικό μου.
Τότε πληρώνει, με τον τρόπο του ο καθείς,
τα οφειλόμενα.

»Είμαι ο λύκος.
Αυτός που υποδύεται τον λύκο σας,
το πιο πιστό σας ζωντανό,
το κατοικίδιό σας.
Ακολουθώ τον χρόνο σας και τον βηματισμό σας
χωρίς να δυσανασχετώ για το κολάρο μου,
για το γελοίο μου όνομα
και το λουρί τής βόλτας.
Μ’ ευγνωμοσύνη τρώω απ’ τ’ αποφάγια σας,
ουρώ κι αποπατώ όπου μου πείτε.
Αν χρειαστεί θα γλείψω τις παλάμες σας,
θα φέρνω με τα δόντια τις παντόφλες σας
ή την εφημερίδα σας κάθε πρωί απ’ τον κήπο.
Αν χρειαστεί θα γίνω ο οδηγός σας.

Μαζί μου θα διασχίζεται με ασφάλεια
τ’ αυτιστικά σημεία των καιρών σας.
Αν χρειαστεί θα προστατέψω τις γυναίκες σας,
τ’ ανήλικα του οίκου σας
ή τα πολύτιμα κτερίσματα των τάφων σας
από τους τυμβωρύχους.
Αν χρειαστεί θα διακορεύσω τις γυναίκες σας,
τ’ ανήλικα κορίτσια σας
ή θα συλήσω τα κτερίσματα των τάφων σας
πριν απ’ τους τυμβωρύχους.
»Είμαι πια ο λύκος.
Τις νύχτες μου αποσύρομαι στα υπόγεια.
Στο υποσκήνιό μου.
Εκεί όπου μένω μόνος με τα έργα μου,
όπου μπορώ να μελετώ τα πτώματά σας».


Απο τη ποιητική συλλογή:
Ενοχικόν – Ο μονόλογος ενός δράστη