III. guarda e passa

Πώς εκπληρώνει κανείς το καθήκον του; Θέλω να πω: πώς κάνει πράξη α-πρόβλεπτη το προσχεδιασμένο; Λίγο με νοιάζει ό,τι διδάσκεται γι’ αυτό ή όσα οι αγυρτείες τής ανάγκης συμβουλεύουν. Λίγο με νοιάζει η γνώμη (η πεποίθηση) νόθων συλλογισμών.

Θέλω να πω: με ποιον ώμο μπορεί να σπρώξει κανείς, να σωριάσει κανείς σε ερείπια το επόμενο τείχος; Με ποιο πέλμα μπορεί να σκορπίσει τ’ οδό-φραγμα και τους σάκους τής άμμου στο πιο κάτω σημείο ελέγχου; Με ποιο τρόπο μπορεί ν’ αφαιρέσει κανείς το πράσινο χρώμα από τις θλιβερές γραμμές τής εγκατάλειψης;

Κατακτημένη πόλη, κατεχόμενη πόλη, πόλη κομμένη στα δυο, συρματο-πλέγματα, ουδέτερη ζώνη, συρματοπλέγματα, κόκκινη οβάλ σφραγίδα ει-σόδου, γαλάζια τετράγωνη σφραγίδα εξόδου. Χαρτιά.

Ένας άντρας διαβάζει την πύλη τού Άουσβιτς.
Διαβάζει ψηλά, στην πύλη τού Άουσβιτς,
το καλαίσθητο, σφυρήλατο κύμα.
Περνά επιτέλους την ανοιχτόκαρδη
πύλη τού Άουσβιτς
και πιάνει αμέσως δουλειά.
Ξέρει καλά πως η δουλειά απελευθερώνει·
αυτός είναι ο λόγος που πιάνει αμέσως δουλειά.
Φωτογραφίζει:
τα σύρματα, τους προβολείς, τα φυλάκια,
τους χαλικόστρωτους δρόμους,
τα φροντισμένα κτίρια με τα νούμερα
και το κόκκινο τούβλο,
τον τοίχο των εκτελέσεων, τις κεραμοσκεπές,
το σιδερένιο Π του ικριώματος·
αλλάζει φακό, φωτογραφίζει:
στις βιτρίνες τις τούφες των μαλλιών,
τις βούρτσες των δοντιών και τις βούρτσες ξυρίσματος,
των παπουτσιών τις στοίβες,
τις βούρτσες γυαλίσματος, τα γυαλιά,
τις θήκες των γυαλιών,
τις χτένες των αντρών, τα χτενάκια,
τις βούρτσες των μαλλιών,
τ’ ακριβά δαντελένια ριπίδια,
τις ομπρέλες τού ήλιου· φωτογραφίζει,
στις βιτρίνες φωτογραφίζει:
τους ξύλινους βραχίονες, τους ξύλινους πήχεις,
τις ξύλινες κνήμες των αναπήρων,
τις σκουριασμένες ομπρέλες τής βροχής,
τις σκουριασμένες λεπίδες ξυρίσματος,
τις βαλίτσες με τ’ άσπρα ονόματα,
τις ριγωτές ασώματες στολές,
τις τρομαγμένες φωτογραφίες των Häftlinge,
τον τρομερό στικτό τους αριθμό,
τους κοιτώνες, τα στρώματα από τσουβάλι και άχυρο,
τα σκεύη μαγειρικής και τα υπολείμματα
της τροφής στα τσίγκινα πιάτα·
αλλάζει φακό, φωτογραφίζει,
χωρίς να έχει διόλου κουραστεί φωτογραφίζει:
τα υπόγεια κελιά τής τιμωρίας,
τον θάλαμο αερίων, τον προθάλαμο,
τους άφθαρτους πάγκους των ρούχων,
τα δίδυμα φουρνάκια από χάλυβα και πυρίμαχο τούβλο·
φωτογραφίζει, χωρίς να έχει διόλου κουραστεί
φωτογραφίζει,
χωρίς να έχει αντιληφθεί ή δίχως
να έχει ακριβώς συνειδητοποιήσει
πως οι εντολές μεταγωγής και οι λίστες πορείας,
τα υπερπλήρη δρομολόγια των τραίνων
και τα στοιχεία συσκευασίας του Zyklon-B
είναι γραμμένα σε στίχους·
λυτρωτικούς, φλογερούς, τολμηρούς
ανομοιοκατάληκτους στίχους.

Φωτογραφίζει, φωτογραφίζει, αλλάζει φακό,
αλλάζει μπαταρίες,
φωτογραφίζεται,
μπροστά στα φουρνάκια φωτογραφίζεται,
με την πρέπουσα βεβαίως συνθήκη τού χώρου,
ολόκληρη η μνήμη τής φωτογραφικής μηχανής φορτωμένη
από αυτή την ψηφιακή βεβαιότητα τής συνθήκης τού χώρου,
της συνθήκης τού άπρεπου χτες
και της συνθήκης τού πρέποντος σήμερα,
ενός ολόκληρου χτες και ενός ασυμπλήρωτου σήμερα,

όπου η καμένη σάρκα τής ιστορίας θα εκτυπωθεί,
μετά την εξαήμερη εκδρομή,
στην υψηλή ανάλυση των οχτώ μεγαπίξελ.

Απο τη ποιητική συλλογή:
Ενοχικόν – Ο μονόλογος ενός δράστη