Όταν αποφάσισα να καταπιαστώ με το χειρόγραφο, ν’ αρχίσω εννοώ τη φράση με φράση επίπονη συγγραφή του, τ’ αδέσποτα ασφυκτιούσαν μπαϊλ-ντισμένα απ’ τη ζέστη, ο ορίζοντας ήταν βρώμικος και αλμυρός κι εγώ είχα μόλις επιστρατεύσει τις αντιθέσεις μου.
Γινόταν απαραίτητο πλέον, ανάμεσα στους όρους της ζωής μου να τοποθετώ όλο και πιο συχνά τη διάζευξη ή την παύλα ή μία κάθετη πλάγια γραμμή, την πλάγια γραμμή των αντιθέτων.
Πριν προμηθευτώ τον μεταχειρισμένο ηλεκτρονικό υπολογιστή, περνώντας και περνώντας ξανά, αναποφάσιστος, μπροστά από το κατάστημα των με-ταχειρισμένων· προτού αποφασίσω αν έπρεπε ή όχι ν’ ανοίξω τη τζαμόπορ-τα του καταστήματος των μεταχειρισμένων, σκέφτηκα:
Ο παλιός κόσμος δεν υφίσταται πια.
Κανείς δεν γέλασε με τον αφανισμό του
ούτε τον μοιρολόγησε κανείς.
Και σκέφτηκα:
Ο επόμενος κόσμος έχει ήδη ηττηθεί
μέσα στις δύσοσμες εκκρίσεις τού φόβου του.
Το κάθε βήμα προς τα εμπρός το επαληθεύει.
Σηματωροί εγκαταλείπουν ένας ένας τη θέση του,
τα ρύγχη των δελφινιών εμβολίζουν τις πρύμνες·
γαλάζιες μέδουσες χυλώνουν τις ακτές.
Εκατοντάδες γραπτά υπονομεύουν τις νομοτέλειες.
Ζούμε σε αμείλικτους καιρούς,
λυγίζοντας στο πρώτο χτύπημά τους.
Σκέφτηκα:
Θηλάζει η γη γάλα κακό απ’ το κακό της στήθος,
μελάνι μαύρο λιγοστεύει το λευκό,
κερδοσκοπώντας.
Όπου κι αν στρέψουμε το πρόσωπο θα δούμε
την υποτιμημένη επιτάχυνση
μιας προδιαγεγραμμένης εντροπίας.
Φουσκονεριές κλονίζουν τα θεμέλια,
παρασύρουν στη λάσπη τους τα υλικά των σημείων.
Τίποτε αντίθετο απ’ αυτά δεν έχει γίνει.
Καμίας Σίβυλλας χρησμός δεν έχει διαψευστεί
στη λογική της έκφραση ή
στο εκστατικό της παραλήρημα.
Περνούν τα σύνορα οι στρατιές των ψευδαισθήσεων,
φωτίζοντας τον μύθο τους στο φως των συνωνύμων.
Σαν όντα υποταγμένα στη φυγή τους,
το ίδιο ποτάμι κολυμπούν που τα διασχίζει.
Οι σκλάβοι ντύνουν με κουρέλια τα πόδια τους,
βαδίζοντας ανύποπτοι ανάμεσα σ’ ενέδρες.
Ένας σκλάβος πεθαίνει καλύτερα, σκέφτηκα,
όταν κινείται στον κατάντη τής πυξίδας·
σε τόπους όπου ο θάνατος αυτόματα
κεφαλαιοποιείται.
–Εξυπακούεται ασφαλώς πως ένας σκλάβος είναι πάντα σε θέση να πετύχει έναν καλύτερο θάνατο από τον θάνατό του· ακόμη κι έναν θάνατο εφάμιλλο της τέχνης του ως σκλάβου.
Καθώς είχα ανοίξει επιτέλους τη τζαμόπορτα του καταστήματος των μετα-χειρισμένων, και είχα αποκτήσει, βγαίνοντας, τον μεταχειρισμένο ηλεκτρο-νικό μου υπολογιστή· και διατηρώντας κατά νου την έγνοια να γράψω μόνο εν ονόματι του ανήσυχου μου εαυτού, αναρωτιόμουν:
Τι είδους λέξεις πρέπει να υποθέσω
για να εναρμονίσω τα προσχήματα
στη νέα υβριδική χιλιετία;
Και σκέφτηκα:
Μεγεθυσμένες κλίμακες,
από το ασήμαντο ώς το δραματικό,
τώρα ερμηνεύουν την καινούρια τάξη.
Σαν πρότυπο μορφοκλασματικό
στην πιο ανεστραμμένη αυτο-ομοιότητα.
Και αναρωτιόμουν πάλι:
Να είμαι άραγε αυτός που αβοήθητος
θα πρέπει να ορίσει
με ποια σειρά θα εμφανιστούν
τα ύψη, το αίμα, ο ουρανός,
ο ύπουλος υπαινιγμός τού χρόνου;
Θα είμαι άραγε ικανός να φανταστώ
όλο το εύρος τής σκηνής και της κουΐντας
στο απόλυτο σκοτάδι τού θεάτρου;
Όλους τους χαρακτήρες,
τη σιωπή τους, τα φαινόμενα,
σε ένα χώρο τόσο ανασφαλή,
όσο ο μηχανισμός των γεγονότων;
Σε τελευταία ανάλυση, θα είμαι άραγε ικανός να ενστερνίζομαι, αμέσως και χωρίς ενδοιασμούς, κάθε αναγωγή που επιχειρούν οι αντιφάσεις;
Και σκέφτηκα:
Όλες οι μαθητείες μου μαζί
συνηγορούν στη μέχρι τέλους παρανάγνωση της πλάνης.
Μου είναι ωστόσο αδύνατο να εναντιωθώ
στο διαρκώς και πιο ακατανόητο·
ούτε έχω λόγο ν’ αρνηθώ πως είμαι μέσα μου
όλα εκείνα που έξω μου, και φαινομενικά, αποποιούμαι.
Απο τη ποιητική συλλογή:
Ενοχικόν – Ο μονόλογος ενός δράστη