Ο κύριος Κ,
συγκεκριμένος άνθρωπος στον χώρο και τον χρόνο,
σωματικά αδρανής, δειλός κι απόμακρος,
με ώμους γερτούς και αμήχανες διαστάσεις
μέσα στα σκοτεινά του μπλε κοστούμια,
ενδεχομένως αλληγοριστής –αν και
του ταίριαζε εξίσου πειστικά
στα σύμβολα να κρύβει την αλήθεια–
κι επιμελής αρχειοθέτης ορθοπτέρων,
για λίγο, κλείνοντας τα μάτια σαν νεκρός
ανάμεσα σε αμέτρητους φακέλους,
για λίγο ονειρεύτηκε τον Κ,
άνθρωπο αφηρημένο και ασώματο,
ήδη μεταλλαγμένο σε γραφή
ή σε σκιά φτιαγμένη από λέξεις.
―Αυτός δεν είναι ο Κ, συλλογίστηκε.
Παρότι ο Κ είναι ο μόνος
χωρομέτρης των ονείρων.
Αυτός καμώνεται απλώς ότι υπάρχει,
για να πιστέψω πως δεν υπάρχω εγώ.
―Θα συμφωνήσω, δήλωσε ο Κ.
Το είχα εξάλλου μεθοδεύσει εξαρχής.
Ποτέ δεν έγινα δεκτός σαν χωρομέτρης,
ποτέ δεν διέσχισα την έρημο ώς τους άλλους·
και τούτο είναι μια ντροπή
που και μετά από μένα θα υπάρχει.
Έπειτα πλάγιασε, τραβώντας την κουβέρτα.
―Έτσι λοιπόν, είπε ο κύριος Κ,
όπως σχεδόν το είχα υποπτευθεί:
αποκλεισμένος από το πρωτόκολλο
και μέχρι κωμωδίας ηττημένος.
Στέκεστε ολότελα εκεί με το κακό σας
βλέμμα, ψαύοντας με τα δάχτυλα
κάθε αδυναμία.
Μπορείτε ωστόσο ν’ απαντήσετε σε κάτι.
Κάποιος θα είστε· όμως ποιος;
Στο μέλλον ίσως ανταμώσουμε και πάλι.
―Δεν το νομίζω, απάντησε ο Κ.
Βλέπετε είμαι ο μόνος κληρονόμος της διαθήκης·
όσο γελοίο κι αν ακούγεται αυτό
είναι ο τρόπος να κυλάω σε δυο κοίτες.
Διαβάστε με ώς το τέλος· θα πειστείτε
πως κάθε σχόλιο είναι περιττό.
Μα εδώ τελειώνω με τις εξηγήσεις
–καταλαβαίνετε, φαντάζομαι, από κανονισμούς.
Καλή σας νύχτα κύριε χωρομέτρη.
Απο τη ποιητική συλλογή:
Χωρικά