Τροχιά της πέτρας, ξάφνιασμα φιδιού,
μελισσοφάγου ρίπισμα στην έξαψη της γλώσσας·
ο τόπος γη
και ο ήλιος ωριμάζει τους καρπούς της·
να σκάσει η φλούδα, να φανερωθεί
ό,τι μοιράζεται η ζωή στο ημέρωμά της,
αυτό που όλο αρχινά και όλο αρχίζει πάλι.
Τούτη η παλιά φωτογραφία εικονίζει
εμένα και τον αδερφό·
με λίγα φύλλα γύρω μου εγώ,
μ’ ένα τομάρι γίδινο εκείνος.
Εγώ ήμουν θεριστής, εκείνος σφάχτης,
γι’ αυτό και αγαπημένος των θεών.
Δεν κοιταζόμαστε· κοιτάμε ευθεία στον φακό,
σαν μετανάστες.
Ανάμεσά μας χώρος αρκετός,
για να περνά το βλέμμα, (το δικό σας,
αν τύχει και σκαλίσετε αρχεία),
να μας διακρίνει πίσω απ’ τους βωμούς
έτοιμους και τους δυο για τη θυσία.
Δεματιασμένο γέννημα από εμέ·
ένα πρωτότοκο τραγόπουλο από εκείνον.
Πάνω δεξιά υπάρχει μια θαμπάδα
κι έτσι δεν φαίνονται καλά οι άκρες των φτερών
κάποιου αγγέλου που απομακρύνεται,
ανοίγοντας στα δυο τον ουρανό,
αφού έχει παραδώσει κάτι μάταιο.
Φαίνεται όμως καθαρά η άκρη του κόσμου·
αρχή ή τέλος – πάντα μπερδευόμουν με τα όρια –
αν κι ό,τι έχει σημασία μεταξύ τους
είναι ο άνεμος. Να μην υπάρχει άνεμος,
για ν’ ανεβαίνει ίσια ο καπνός,
να φτάνει στα ρουθούνια του πατέρα.
Μπροστά στα πόδια μου ένα μικρό σημάδι
σαν τόξο κυρτωμένο από τη μοίρα·
αυτό που ύστερα θα μπει στο μέτωπό μου
και θα με υψώσει πάνω απ’ τους καιρούς.
Τα υπόλοιπα λίγο πολύ τα ξέρετε.
Απλές, συνοπτικές διαδικασίες
δίχως κανένας να ρωτήσει το γιατί·
Κάιν που έστιν Άβελ ο αδελφός σου,
το αίμα του φωνάζει από τη γη,
ξανά κατάρα πάνω στην κατάρα
κι έξελθε από προσώπου του θεού·
στον τόπο αυτόν, απέναντι απ’ τον κήπο.
Απο τη ποιητική συλλογή:
Χωρικά