Ο κήπος

Για να χωρέσω φτιάχτηκε ο κόσμος,
ο μέγας κόσμος και ο κόσμος ο μικρός
και οι αναβαθμοί που τους ενώνουν·
η κεφαλή του Ωρίωνα και τα φτερά του Βέγα
και ο σαλιωμένος σβώλος στην πληγή.
Και η χώρα Χους και η χώρα Ευειλά,
όπου ο άνθρακας και το ακριβό πετράδι·
και αυτά που είναι φανερά μα δεν τα βλέπω
και τα ονομάζω για να ονομαστώ.

Παντού το κέντρο του, όπου κι αν σταθώ·
κι αν κινηθώ πηγαίνω προς το κέντρο.
Βρίσκομαι εδώ και το εδώ
είναι η στιγμή που βρίσκομαι παντού,
σαν διαδοχή και σαν αναγκαιότητα,
σαν κλάσμα που διασχίζει τις διαστάσεις
ή σαν γραφή καρκινική που αντιστρέφει
το ασυμπλήρωτο ευρετήριο της ύπαρξης.

Σαν τον καθένα μες στον κόσμο τον δικό του·
με το ατελές του άρτιου,
το όλον του περιττού,
το κάτω, το επάνω και το ανάμεσα
και το επικατάρατον της γης.

Βέβαια προηγήθηκε η φωνή·
χωρίς συναίσθημα, σαν λόγος τεχνοκράτη.
Μέχρι τη μέρα που μετρήθηκε σαν έκτη
όλα τα πρόφτασε:
το εγγύς, το μακρινό και το αόρατο,
το σπείρον σπέρμα και τον σπόριμο καρπό,
πάντα τα γένη (όλα κατά ζεύγη),
τις δοκιμές της ν’ απεικονιστεί,
τις εντολές, τις τόσες υποσχέσεις,
τη γνώση σαν αβάσταχτη ενοχή.
Κι έπειτα αγίασε τη μέρα την εβδόμη·
κι έπειτα σώπασε για να ξεκουραστεί.
Κι έπειτα;
Έπειτα ας σώπαινε τουλάχιστον για πάντα.
Μα αυτή εκεί.
Να εποπτεύει δειλινά και περιπάτους,
να κρίνει, ν’ ανακρίνει, ν’ απειλεί·
ώς και δερμάτινους χιτώνες ονομάτισε,
να ντύσει άρον άρον τους γυμνούς.

Εκεί.
Να τρώγεται για ένα κοτσάνι μήλου
που βρήκε πεταμένο μες στον κήπο της.

Απο τη ποιητική συλλογή:
Χωρικά