Το τέλος μου ανήκει στο τέλος σου Κύριε.
Στο άδυτο του σώματος καλείται τ’όνομά σου,
μια πράξη πριν απ’τη σιωπή, όπου η σκιά μου
θα πλάσει, με την άλλη της σκιά,
την πιο παλιά απεικόνιση του ομοιώματός σου.
Αυτός είναι ο δρόμος. Τον ανίχνευσα,
σαν θηρευτής που αναζητά
των αγριμιών περάσματα, θαρρώντας
ότι ο θάνατος είναι η συνέχειά μου,
η αναγκαία πύλη που συνδέει τη ζωή
με την ανεξερεύνητη ουσία.
Για θαύματα ερμηνεύοντας τ’απαρνημένα
πάθη, ποθώντας όσα μέλλονται,
συλλέγοντας τα πριν.
Αυτός είναι ο τόπος, πιο μικρός
απ’την περιγραφή του,
ο αφημένος τόπος που εξαγόρασα
στ’ανεστραμμένα σχήματα του ανθρώπου,
από τη μια του άκρη ώς την άλλη μετρημένος,
από τη μια του εποχή στον μαρασμό της άλλης.
Αφύλαχτη ώρα κι άπραγη μες στην ηχώ
της μνήμης, σπίτια παλιά που απόμειναν
χαλάσματα, με τις μικρές τους κάμαρες,
με τ’ανοιχτά παντζούρια
ασάλευτων αγρυπνιών, όπου το βλέμμα
ώς το πρωί παγίδευε το γνώριμο όραμά του
-τα μάτια μου ήταν μάτια μοναχά-
και η παλάμη σκούπιζε στο παγωμένο τζάμι
το χνωτισμένο ρίγος τ’ουρανού.
Αυτός είναι ο τόπος,
πιο ελαφρύς απ’το κακό φτερούγισμα του αέρα
ανάμεσα στις σύντομες γραμμές, όπου για πάντα
όποιος απογυμνώνεται διαβαίνει
από το ένα σώμα του στο άλλο,
ανυπεράσπιτος και εκμηδενισμένος,
με την αστεία μάσκα των νεκρών,
με τα βουβά σβησίματα στην ενεστώσα σάρκα,
πιο ελαφρύς από το θάμβος των τυφλών.
Και ό,τι εκπληρώνεται θα μένει
στον αιώνα εκπληρωμένο,
κι ό,τι δεν ανασταίνεται στο φως,
απ’του φωτός θα εξοντώνεται τη μήνι,
μέχρι που η εξέγερση της γελασμένης πίστης
θα ταπεινώσει σε στάχτη τη φωτιά,
τη συντελή υποταγή σε τάξιμο
μιας άλλης ατελούς δημιουργίας.
Μέχρι που η συνείδηση του τελειωμένου χρόνου
δώσει όνομα στην πιο μικρή σταγόνα της βροχής,
στο πιο μικρό, απροσδόκητο τερέτισμα της κίχλης
κι η διφορούμενη φωνή των επιθυμιών σου
γίνει εντολή για μία θλιβερή συναλλαγή.
Ποιός θα φυλάξει τον απόμακρό μου ύπνο,
τον κάθιδρό μου πυρετό στο ανάλωτο σκοτάδι,
ξορκίζοντας την εμμονή του άνηβου παιχνιδιού.
Ένα κουβάρι η μάνα μου στην άκρη
του μαξιλαριού απολησμονημένη,
ένα κουβάρι σύμπαντος, άπιαστο σαν το σύμπαν,
«καλέ μου, πού ανεμίστηκες και σ’άκουσε η αρρώστια
και λιώνει το κορμάκι σου σαν το λυγρό φεγγάρι».
Αυτό είναι το σώμα που διδάχτηκα,
τόσο εύκολα πληρώνοντας την κάθε χίμαιρά του,
πάτημα κούφιο σε άδεια γη, λίγο πριν κλείσουν
πάνω απ’το πέρασμά του τα νερά,
τ’όμοιο σώμα στο παρόν της συμφιλίωσής του
με την ενδιάμεση εμπειρία του υπαρκτού,
το τακτικό συμμάζεμα όλων του των τροπαίων.
Το ίδιο σώμα που ποτέ δεν θα επιστρέψει
απ’το ασεβές της άλλης του μορφής
στην αγγιγμένη υπόσταση των πιο κοινών
πραγμάτων, στην άρρητη κληρονομιά
του ποθητού παντός.
Αυτό είναι το σώμα. Το δοκίμασα
σαν ένα σώμα δεύτερο, για να σ’αναγνωρίσω,
καρπός δυο κόσμων άσμιχτων στη διαστολή
του κόσμου, εκεί όπου όλα κρίνονται
στη στάθμη της διπλής δικαιοσύνης,
εκεί όπου χτίζεται ο ναός της αποθέωσής μου
και εισβάλλει το δεντρόφιδο στου μυωξού
την τρύπα, εκεί όπου μένει απείραχτο
το πρώτο ιχνογράφημα της κοσμικής μου πτώσης.
Μια νύχτα ακόμη που η ανάσα
αγκιστρωμένη στην κάπνα της ξυλόσομπας
πάσχιζε το πολύτιμο, εφήμερο άπειρό της,
και οι καθρέφτες να σκεπάζονται
ένας ένας, να μου ξεφεύγουν
τα πουλιά, η άκρη των φτερών τους
ντυμένη πάχνη λιβαδιών,
το ασφαλές λημέρι μου
ανάμεσα στα χαλαρά πυρότουβλα
του τοίχου, με τους κρυμμένους θησαυρούς
όλων μου των φυγών,
τη σβούρα με τον τυλιγμένο σπάγκο,
ένα χελωνοκαύκαλο ζωγραφισμένο μπλε,
χαρτάκια ποδοσφαιριστών, πολυανταλλαγμένα,
κώδικες και συνθήματα κατασκοπευτικά,
πάροδος πένθιμου χορού, σχηματισμός
του ελέους, πέτρα στην πέτρα κυκλικός
βωμός του αγνισμού μου,
αδιάκοπη επανάληψη αρχαίων κοπετών,
«πού πας αγόρι μου άφεγγο, ποιό μάτι σ’έχει πιάσει
ποιά πούλια, ποιός αυγερινός φθόνησε τ’άνθισμά σου».
Καθώς ταιριάζω του χεριού μου τις γραμμές
στην πιο έντιμη αποτύπωση της χωροθέτησής τους
κι απαριθμώ τη διάρκεια της άλλης διάστασής μου
ανάμεσα στον τροπικό και τον ορίζοντά της,
ανάμεσα στην εκλογή και το επιβεβλημένο,
το πρώτο ιχνογράφημα της κοσμικής μου πτώσης.
Μια νύχτα ακόμη που η ανάσα
αγκιστρωμένη στην κάπνα της ξυλόσομπας
πάσχιζε το πολύτιμο, εφήμερο άπειρό της,
και οι καθρέφτες να σκεπάζονται
ένας ένας, να μου ξεφεύγουν
τα πουλιά, η άκρη των φτερών τους
ντυμένη πάχνη λιβαδιών,
το ασφαλές λημέρι μου
ανάμεσα στα χαλαρά πυρότουβλα
του τοίχου, με τους κρυμμένους θησαυρούς
όλων μου των φυγών,
τη σβούρα με τον τυλιγμένο σπάγκο,
ένα χελωνοκαύκαλο ζωγραφισμένο μπλε,
χαρτάκια ποδοσφαιριστών, πολυανταλλαγμένα,
κώδικες και συνθήματα κατασκοπευτικά,
πάροδος πένθιμου χορού, σχηματισμός
του ελέους, πέτρα στην πέτρα κυκλικός
βωμός του αγνισμού μου,
αδιάκοπη επανάληψη αρχαίων κοπετών,
«πού πας αγόρι μου άφεγγο, ποιό μάτι σ’έχει πιάσει
ποιά πούλια, ποιός αυγερινός φθόνησε τ’άνθισμά σου».
Καθώς ταιριάζω του χεριού μου τις γραμμές
στην πιο έντιμη αποτύπωση της χωροθέτησής τους
κι απαριθμώ τη διάρκεια της άλλης διάστασής μου
ανάμεσα στον τροπικό και τον ορίζοντά της,
ανάμεσα στην εκλογή και το επιβεβλημένο,
κεριά βλασταίνουνε φωτιές σε σιταρένιες ρίζες,
γυναίκες επιδέξιες κομίζονται την έγνοια
ν’αλλάζουν θέση διαρκώς ο κτίστης με το κτίσμα.
Καθώς τα κύματα σαρώνουν τις ακτές
κι αλάνθαστα φαντάσματα διασχίζουν
τοπία μιας γεμάτης λάθη μεταφυσικής,
στέκουν στα βράχια γελαστοί, με τα καλά τους ρούχα,
κοστούμι σκούρο και πουκάμισο λευκό, γραβάτα μαύρη
στη μια μεριά ο φόβος μου, στην άλλη ο σαρκασμός μου,
λέξεις αράγιστες κι οι δυο μέσα στην ίδια αράδα.
Στο τέλος μου είναι το τέλος σου Κύριε.
Στο τέλος μου τελειώνεται το τέλος των καιρών.
Κι αν κάτι από μένα είναι δικό σου
είναι αυτό που η γλώσσα μου καλεί
αιτιατό μαζί και αίτιό σου:
η εικόνα του ανθρώπου μου
η ανθρώπινη.
Απο την ποιητική συλλογή:
Σώματος Λόγος