Μαστάρι μαύρου φεγγαριού που το αρμέγει
η Σίβυλλα, να θρέψει μαύρη κόρη,
κορμί ολάκερο γυμνό
στο κέντρο του ιερού, ένυλη μνήμη
ο ξεδιάντροπος χορός, το φλογισμένο
φούσκωμα του στέρνου,
ριγώντας μες στο παρελθόν·
απ’ το σκοτάδι του είχε προφητέψει
το πρόσταγμα του σώματος να γίνει αθανασία,
να σβήσει η ύβρις του άμετρου
και να γυρίσει ο κύκλος.
Δεμένος πάνω στον τροχό ο θηλυκός της
οίστρος, να διατρυπά την ύπαρξη
και να ξαναφωτίζει
οράματα ανυπόταχτα σε μια καινούρια τάξη,
σκύλα, γυναίκα αδέσποτη που ξεψυχά
σαν θύελλα, καθώς γλύφει το αίμα
από την άλω του στερνού της εραστή·
να ο κόσμος, νέος, άχρονος, χωρίς μπροστά και πίσω,
αληθινός σαν δωρητής, να ο αναγκαίος κόσμος,
φτιαγμένος απ’ το τίμημα, όχι από τη συγνώμη.
Απο την ποιητική συλλογή:
Σώματος Λόγος