Ηλικία στο φως

α΄

Τότε απλώθηκε ο Λόγος σαν ιστός
και παγιδεύτηκε στο κέντρο του ο χρόνος,
προσμένοντας την αδηφάγο αράχνη.
Εκείνη δρασκέλισε το νεύρο του πράσινου φύλλου,
εκεί όπου διάφανο φώλιαζε το νερό,
με πόδια εμπρός και πόδια πίσω ισορροπώντας,
σέρνοντας και προσθέτοντας το βδελυρό ένδυμά της·
ξεκίνησε απ’ τον ίσκιο του Λόγου
κατεβαίνοντας στη μεριά μας,
μια κι εμείς ορίζουμε τις διαστάσεις του κόσμου
κι ο κόσμος υφαίνει το σχήμα του γύρω από εμάς·
μια κι εμείς είμαστε ο ίδιος ο χρόνος
κι ο χρόνος εκκρίνει τον χρόνο χάρη σ’ εμάς.

 

β΄

Δεν είχα τίποτε να επισκεφτώ στο παρελθόν,
γιατί όσα γνώριζα γίνανε πόλη,
και το καινούριο έχει τη θέση του κι αυτό
πλάι σε ό,τι αποσυντίθεται και φτιάχνεται πάλι.

«Μα έλα, επίστρεψε», μίλησε ο γέρικος γάτος.
«Έχεις τον φόβο από δυο κάθετα μάτια
που άστραφταν στη στέγη του αχερώνα,
καίγοντας μέσα στη λάμψη τους το απατηλό της σιωπής·
την ψάθα που απλωνόταν στην αυλή με τις μολόχες
το καλοκαίρι,
έχεις αυτό το ποδήλατο με τις τέσσερις ρόδες,
τους τοίχους του ορνιθώνα
κοκκινισμένους στην ψείρα».
Πώς έσκαζαν όταν τις δώσαμε φωτιά μαζί με τον θείο:
τσπατ! τσπατ! μικρές εκρήξεις, επιτόπιες
κι η φλούδα ζάρωνε σ’ ένα μαύρο, ξερό κεφάλι καρφίτσας.

Όμως εκεί, στο τέρμα της οδού Μοναστηρίου
δεν είχε τίποτε από φως.
Μόνο αμαξάδες που φόρτωναν βράδυ το γάλα,
ταξιδεμένους σιδηροδρομικούς
και τα μικρά αγόρια που ζυγώνανε
στην ταπεινή τους πατριδογνωσία.

Και η ζωή δενόταν στην απόσταση ενός σπάγκου
ανάμεσα στον κόμπο του αφαλού
και στον κόμπο του μαντιλιού στο σαγόνι.

 

στ΄

Δεν έχω τίποτε να επισκεφτώ στο παρελθόν,
γιατί όσα γνώριζα υπάρχουν και τώρα,
γιατί το νέο μαθαίνεται με τρόπους του παλιού
κι ο κόσμος που χτίζεται πάνω στον κόσμο
υπάρχει κι αυτός από τότε που χτίζεται ο χρόνος.

Απο την ποιητική συλλογή:
Η Άτροπος των Ημερών