Και η δωδεκάχρονη αμαζόνα
με το βαθύχρωμο σαλβάρι
και τα μικρά βυζιά κάτω απ’το μαύρο μπολερό,
έλα, μου είπε,
να κοιμηθείς μαζί μου.
Βραδιά σου υπόσχομαι με χάρες νυφικές,
σώμα ζεστό, στα σχήματα της φλόγας.
Τυφλός την ακολούθησα σε σκοτεινές στοές,
απ’τη βουή ξεφεύγοντας της αγοράς.
Κι είδα κιλίμια περσικά, χρυσές χοάνες,
σκηνές ερωτικές με παχουλά κορμιά
και στο μιντέρι καθισμένη τη γριά
μισόγδυτη, τρελή, με τα μαλλιά
σαν ξέπλεκους ιστούς πάνω στους ώμους
και το μαρκούτσι του αργιλέ στο στόμα.
Κι ύστερα είδα την ωραία αμαζόνα
με τα μικρά βυζιά κάτω απ’του τόξου τη χορδή
και στον καθρέφτη είδα
νύχτα που βάθαινε,
μαύρη τη σελήνη,
τους τέσσερις μοναχικούς προσκυνητές,
γύφτους που χόρευαν έξω από τους ρυθμούς,
μες στους ρυθμούς των μαύρων τους σωμάτων.
Κι ένα κοπάδι πέτρινα άλογα,
καλπάζοντας ορμητικά ν’ανηφορίζουν.
Στα γκρίζα πέτρινα λαγόνια τους
τη λάμψη του ιδρώτα
και στα ρουθούνια τους αφρούς, δρόμος μακρύς
ώς τους γκρεμού το χείλος.
Ορθοποδίζοντας σαν γυμνασμένοι ακροβάτες
μ’ένα χλιμίντρισμα άγριο πήδηξαν στο κενό.
Τα μάτια ανοίγοντας βρέθηκα πίσω.
Γυμνή, ανάσκελα πεσμένη στο μιντέρι,
με το βαθύχρωμο σαλβάρι, το μαύρο μπολερό
πλάι στο μαξιλάρι διπλωμένα,
μ’ένα χαμόγελο στεγνό μέσα από άδειο στόμα
είδα μονάχα τη γριά.
Έλα, μου είπε,
να κοιμηθείς μαζί μου.
Το μαύρο χάθηκε στο κόκκινο.
Θα σβήσω τα κεριά.
Απο την ποιητική συλλογή:
Η δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά