Σταύρος Ζαφειρίου, Τα Φυσικά Πράγματα
Περί των Φυσικών Πραγμάτων
Κάθε νέα ποιητική σύνθεση του Σταύρου Ζαφειρίου καλεί τον αναγνώστη να αναστοχαστεί πάνω στην ανθρώπινη κατάσταση, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μέσα στον χρόνο, τον φέρνει αντιμέτωπο με τις παλινωδίες της ιστορίας, τη βεβήλωση των αξιών, το πνευματικό αδιέξοδο, το επικίνδυνα δυστοπικό παρόν, την αδυναμία της τέχνης να βρει οργανικό ρόλο, ώστε να ανοίξει νέους δρόμους στην ανθρώπινη συνειδητότητα. Ο ποιητής αναπαριστά μέσω της γλώσσας τη δική του θέαση του πραγματικού κόσμου, τη δική του στάση απέναντι στην ιστορία, την απόπειρά του να κατανοήσει σε βάθος το γίγνεσθαι στον παρόντα χρόνο. Η γλώσσα όμως πάντα αντιστέκεται, ξεγλιστρά, διαφεύγει και ο ποιητής εργάζεται σκληρά και μεθοδικά, υπονομεύει και αποσταθεροποιεί τους κυρίαρχους κώδικες, για να του αποκαλυφθεί μέσω των λέξεων αυτό που συμβαίνει, όπως το προσλαμβάνει ο συνειδητός νους του, δίνοντάς του μορφή. Αυτή η οδύσσεια του δημιουργού έχει πολλές περιπέτειες, πολλούς σταθμούς και ανύπαρκτη Ιθάκη.
Πάνω σ’ αυτούς τους άξονες κινείται ο ποιητής στο ώριμο έργο του, συνομιλώντας ανοικτά με μείζονες συγγραφείς και έργα του νεοελληνικού και εν γένει του δυτικού λογοτεχνικού κανόνα, αρχής γενομένης από τα έργα της αρχαιοελληνικής γραμματείας και παράλληλα με κείμενα θεολογικά, φιλοσοφικά και επιστημονικά. Με τα κείμενα αυτά ο Ζαφειρίου διαλέγεται θαρρετά, θέτοντας ερωτήματα και αμφισβητώντας δεσπόζοντα νοήματα, ενίοτε διαφωνεί, ανασκευάζει και μεταφέρει τη συζήτηση για καίρια ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης στο εκάστοτε παρόν. Αυτά τα ερωτήματα, και μόνον θέτοντάς τα ο ποιητής επί της ουσίας στον εαυτό του, τα μετατρέπει άμεσα σε θέση και στάση απέναντι στα πράγματα, συνθέτοντας μια ποίηση ιδεών, με καταβολές εξπρεσιονιστικές, που μεταξύ άλλων καταδεικνύει την ένδεια ιδεών στον παρόντα χρόνο.
Τα Φυσικά Πράγματα, η πιο πρόσφατη ποιητική σύνθεση του Σταύρου Ζαφειρίου, που εκδόθηκε το 2019, είναι ένα σύγχρονο ποιητικό δράμα σε πέντε μέρη με εισαγωγικές επιγραμματικές περιλήψεις που μπορούν να διαβαστούν και ως στοιχειώδεις σκηνικές οδηγίες ενός σύγχρονου θεατρικού έργου. Ο Ζαφειρίου έχει άλλωστε επιλέξει να κινείται στο πεδίο μιας ποίησης που συνδέεται με πολλαπλά νήματα με τον θεατρικό λόγο. Μια ποίηση δραματική, ένα μοντάζ φωνών που αλληλοεπιδρούν και διαλέγονται, μονόλογοι που αρθρώνουν εν είδει υπόκρισης τα πολλαπλά είδωλα του εγώ, τα προσωπεία του ποιητή, άλλοτε ανώνυμα και άλλοτε νεότερες εκδοχές τού Άμλετ, του Οιδίποδα, του Οδυσσέα, μορφών από τον Κάφκα, τον Μπέκετ και τον Χάινερ Μύλλερ, συγγραφέα με τον οποίο ο Ζαφειρίου συνδέεται με εκλεκτική συγγένεια. Παντού πρωταγωνιστεί ο άνθρωπος εν κρίσει, ο διχασμένος άνθρωπος που αδυνατεί να βρει τον ρόλο του σ’ αυτό τον κόσμο, γιατί κανένας από τους υπάρχοντες ρόλους δεν του είναι αποδεκτός. Η τραγωδία, και ιδίως η κλασική τραγωδία, δανείζει δομικά στοιχεία στο ποίημα και δημιουργεί διακριτικά το πολυφωνικό πλαίσιο, για να συζητηθούν οντολογικά και γενικότερα φιλοσοφικά ζητήματα, ισχυρά και αμφισβητούμενα, περί της αρχής της δημιουργίας, των προθέσεων του δημιουργού, της γνώσης και των ορίων της, της ελευθερίας και της επιλογής, του νοήματος της ζωής και της ύπαρξης, της ευθύνης, της ενοχής, της ανθρώπινης δράσης στον δίχως οδόσημα κόσμο των φυσικών πραγμάτων.
Παραλληλίζοντας τον μύθο του πλατωνικού σπηλαίου με τον Κήπο της Εδέμ, ο ποιητής συνεξετάζει τις συνέπειες της εξόδου από το πλατωνικό σπήλαιο στον άγνωστο κόσμο των φυσικών πραγμάτων, με τις αντίστοιχες συνέπειες της εξορίας του αρχέγονου ζεύγους στην εγκόσμια κοίτη. Ο αφηγητής ξεκινά το δικό του «ευαγγέλιο», αναζητώντας και αυτός την αρχή των πάντων. Ωστόσο, είναι ένας αφηγητής, που αφηγούμενος, ενώ ταυτόχρονα σχολιάζει, αμφισβητεί τη βεβαιότητα του ευαγγελιστή Ιωάννη περί του Λόγου «Εν αρχή ην ο Λόγος». Με τους δύο πρώτους στίχους αυτής της σύνθεσης: «Τι είναι λόγος; Τι μη λόγος; / Ποιος η αρχή και τι ανάμεσά τους;», ο Ζαφειρίου θέτει το πρώτο ερώτημα περί του δημιουργού (ας επισημάνουμε ότι εδώ ο λόγος γράφεται με πεζό το λ), ειρωνευόμενος διακριτικά τη χρήση του ερωτηματικού που γέννησε φιλοσοφικά και θεολογικά συστήματα, ενέπλεξε και εμπλέκει, διαχώρισε και εξακολουθεί να διαχωρίζει τους ανθρώπους, κρατώντας ανέπαφο το μυστήριο και τη δημοφιλία του. Η έξοδος από την «ειρκτή της γένεσης» φανερώνει τη σχέση αρχής και όντος, το τίμημα της εξόδου ο σταυρός και ο θάνατος. Ομοίως και η έξοδος από το σπήλαιο εγκυμονεί κινδύνους σύγχυσης και αφανισμού.
Η ελευθερία τρομάζει και οι δεσμώτες δυσκολεύονται να κοιτάξουν και να δεχτούν τον κόσμο των φυσικών πραγμάτων, καταδικασμένοι στην περιπλάνηση και την αναζήτηση μιας νέας αλήθειας. Προορισμός τους η επιγειότητα και η διαχείρισή της. Φωνές ετερόκλητες αποπειρώνται να τους νουθετήσουν, να τους κατευθύνουν στον επίγειο βίο, όπου κάποιοι βρίσκουν τόπο και άλλοι περιπλανώνται αενάως. Φωνές που εγκαλούν «Αφού λεκιάσατε το φρόνημα της καθομοίωσής σας / φορέστε κάτι ταιριαστό στο φρόνημα της σάρκας». Φωνές που δελεάζουν, υπόσχονται λίγο φως για τη θνητότητα και προειδοποιούν ότι το δίλημμα κόλαση/παράδεισος δεν υφίσταται: «αλλού είναι η μέριμνα: / μην ξαστοχήσει και βρεθεί σε λάθος κόλαση».
Οι άνθρωποι αγωνίζονται να στεριώσουν, ωστόσο ναυαγούν αδιάκοπα στις θύελλες του κόσμου, δημιουργώντας κοινωνίες γεμάτες ανεξίτηλα τραύματα. Ο νους τού ανθρώπου, απαλλαγμένος από μεταφυσικές βεβαιότητες, θέτει το αίτημα της ζωής, σ’ έναν κόσμο υποκείμενο στην ανεπανόρθωτη και μη αναστρέψιμη φθορά. Η πίστη έχει γίνει οργανωμένο σύστημα καθεστωτικών κανόνων και έχει χάσει το νόημά της. Η κάθαρση μέσω του ποιητικού λόγου τίθεται εν αμφιβόλω. Ο ποιητής απών από τον ρόλο του, ο έλεος και ο φόβος αντιμάχονται, ο ηδυσμένος λόγος εγκλωβίστηκε σε φορμαλιστικά αισθητικά σχήματα, αφήνοντας απέξω την αγωνία και τα αιτήματα της ευρύτερης κοινότητας. Ούτως ή άλλως τα πράγματα ακολουθούν την πορεία τους και η ποίηση αδυνατεί να την αντιστρέψει. Παράλληλα, το ανθρώπινο τοπίο του κόσμου συμπληρώνεται με τους διωγμένους, που γυρεύουν τόπο και διαρκώς διώκονται, οι ξένοι ικέτες, ανεπιθύμητοι και υποκείμενοι στην αναλγησία των τροπαιοφόρων, που ακροβατούν ανάμεσα στο πεπερασμένο και το άπειρο και δεν διακρίνουν το ηθικό από την απώθησή του.
Συνομιλώντας με τον μύθο του Οιδίποδα, ο Ζαφειρίου ανατέμνει την τραγική μοίρα του ανθρώπου στον κόσμο των φυσικών πραγμάτων και στις παγίδες της ιστορίας. Η πραγματικότητα δικαιώνει τα λόγια του χορού στον Οιδίποδα Τύραννο, που μιλούν για τις μεταβολές της μοίρας, για τη σύντομη περίοδο της ευτυχίας στον ανθρώπινο βίο. Ο άνθρωπος καθώς αναζητά τον δρόμο του, αργά ή γρήγορα, αναμετριέται με τη μοίρα του, σηκώνοντας τον δικό του σταυρό και την ενοχή για τις πληγές των άλλων. Στη δίνη του ιστορικού χρόνου το φως και το σκοτάδι, η ήττα και η νίκη συγχέονται, χάνουν τα διακριτά τους όρια. Στην πορεία του βίου αποκαλύπτεται η τραγική ειρωνεία του ανθρώπου που νομίζει ότι γνωρίζει και ως εκ τούτου εγκλωβίζεται στα δεσμά μιας απόλυτης αλήθειας. Η μορφή του Οιδίποδα, όπως συντίθεται από τις δύο τραγωδίες του Σοφοκλή με πρωταγωνιστή τον ομώνυμο ήρωα, παραπέμπει στα μείζονα ζητήματα της αυτογνωσίας, της ενοχής, της δικαιοσύνης, της εξουσίας, ανακαλεί την πολυσημία του λόγου και την αδυναμία του νου να συλλάβει το πώς και το γιατί του επίγειου βίου και, κατά συνέπεια, να ελέγξει την πορεία των πραγμάτων.
Ο δραπέτης των μύθων συνεχίζει το ταξίδι του στον κόσμο των φυσικών πραγμάτων, προσπαθώντας να αντιληφθεί αυτό το τρομακτικό παιχνίδι της ζωής και τη δική του παρουσία, τον δικό του ρόλο μέσα σ’ αυτό. Πώς διαχειρίζεται ο άνθρωπος τη σιωπή των Σειρήνων; Πώς προστατεύεται ένας σύγχρονος Οδυσσέας από την εκκωφαντική σιωπή τους, που πυροδοτεί τους πιο μύχιους φόβους; «Η ασφάλεια του δέσμιου θα παραμένει πάντα το κατάρτι». Δεσμώτης του φόβου, αναβάλλει τη ζωή του στον μόνο αληθινό χρόνο, τον ενεστώτα, στο όνομα ενός μέλλοντος αποθήκης ελπίδων, προσδοκιών και αναβολών της αληθινής ζωής, ζώντας συχνά στο μεταίχμιο ανάμεσα στη ζωή-μη ζωή τού καθημερινού του βίου, ενώ η πραγματικότητα εξακολουθεί να είναι ζοφερή και βάρβαρη και η δια της βίας νουθεσία συνεχίζεται με ποικίλους τρόπους στα σώματα και τον νου των ανθρώπων. Η σιωπή των Σειρήνων μιλά πιο δυνατά από τα λόγια. Εντούτοις, ο άνθρωπος ανερμάτιστος βαυκαλίζεται με θεωρίες και τελετουργίες υπέρβασης της πραγματικότητας εκ του ασφαλούς, καταφεύγοντας στην επιλεκτική μνήμη, στην εξιδανικευμένη νοσταλγία της επιστροφής σε μια ειρηνική, φωτεινή και ουτοπική πραγματικότητα. Ιδέες και λόγοι περί θάρρους και αλήθειας διαλύονται «μόλις η μέγγενη τους σφίξει το κεφάλι». Ο Ζαφειρίου εδώ συνομιλεί με τα Τέσσερα Κουαρτέτα του Έλιοτ, αμφισβητώντας ανοιχτά και με δηκτική ειρωνεία την υπερβατική αλήθεια και τη μεταφυσική κάθαρση που ενστερνίζεται ο Αμερικανός ποιητής.
Ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τα όρια της αισθητηριακής εμπειρίας, με τα ερωτηματικά για την ύπαρξη άυλης φύσης, με την απορία για το πώς φτάνουμε στη γνώση. Η αντίληψη του μηχανισμού της γλώσσας, τι περιέχει, πώς μεταφράζεται η γλώσσα των πραγμάτων στὴ γλώσσα του ανθρώπου, πώς αντιλαμβανόμαστε τα όρια της αρχής και του τέλους, ποιος και πώς τα καθορίζει, αποτελούν θεμελιώδη ερωτήματα της ποιητικής αυτής σύνθεσης. Παράλληλα, ο ποιητής αναρωτιέται για την ορθότητα της κρίσης μας για τα πράγματα. Η εικόνα της πραγματικότητας έξω από το σπήλαιο πόσο πραγματικά διαφορετική είναι; Πόση ελευθερία παρέμβασης υπάρχει στη διαμόρφωσή της; Πόσο επιμένει ο άνθρωπος να αγνοεί το κακό, να αποδέχεται άκριτα τις πολιτικές και πνευματικές εξουσίες που εκθειάζουν την αθωότητά του, να κλείνει τα μάτια μπροστά στην ήττα του, να αποδέχεται τη θηριωδία ως σύμφυτο στοιχείο της πραγματικότητας; Πώς η τέχνη θα δείξει τις εικόνες που φέρνουν στο φαίνεσθαι το αφανές;
Ο προβληματισμός γύρω από το άγνωστο του θανάτου και ο συνακόλουθος φόβος σχολιάζονται με την παρουσία του σαιξπηρικού ήρωα. Ως δραματικό προσωπείο ο Άμλετ εκφράζει, σε έναν κόσμο διαφθοράς και αναλγησίας, όπως το βασίλειο της Δανίας, τον διχασμένο εαυτό, τον διανοούμενο που υπόκειται στη μελαγχολία του, αμφιβάλλει και αναζητά επαρκή λόγο για τη δράση, έστω και μέσω των φασμάτων του κατακερματισμένου εαυτού του, τον άνθρωπο που αδυνατεί να βρει τον δικό του τρόπο να πορευτεί. Ένα πλάσμα που αποδέχεται τον ρόλο του σ’ αυτή την παρωδία και την ίδια στιγμή γυρεύει να δραπετεύσει απ’ αυτόν, βιώνει τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις, αίρει τη διάζευξη για να λευτερωθεί απ’ τη «σκλαβιά της απορίας». Τα υπαρξιακά διλήμματα επί της ουσίας υποκρύπτουν την ευθύνη της ζωής μας και τις αναγκαίες επώδυνες αποφάσεις που απορρέουν απ’ αυτήν.
Η πορεία του ανθρώπου συνεχίζεται χωρίς να έχουν μπει τα πράγματα στη θέση τους, χωρίς ο ίδιος να έχει διακρίνει τα όρια των αντιθέτων, εξακολουθεί τυφλός να πέφτει από αλήθεια σε πλάνη και τούμπαλιν. Το φως αποδεικνύεται σκοτάδι, τα δόγματα δεν φώτισαν τον άνθρωπο, τον συνοδεύουν όμως ακόμη στην αδιέξοδη πορεία του. Και ο στοχαστής, που έλυσε του σπηλαίου τα δεσμά, μπλέκεται σε άλλα, δικά του, περιοριστικά δεσμά. Σισύφειος και μάταιος ο αγώνας του ανθρώπου να ανακαλύψει τα στοιχεία των όντων, την αρχή και το τέλος των φυσικών πραγμάτων. Επομένως, ο ποιητής με όλους τους δυνάμει εαυτούς του παρατηρεί όλη αυτή την περιπέτεια της εξόδου από την ασφάλεια των ψευδαισθήσεων στο άγνωστο και αβέβαιο γήινο πεδίο, γεμάτος ερωτηματικά, αντιγράφει τη μαρτυρική ανθρώπινη κατάσταση, χωρίς να υπόσχεται λύσεις και οραματισμούς, χωρίς να δίνει μια καινούρια πίστη.
Αντιμετωπίζοντας την αφήγηση της Γένεσης ως μύθο με πρωταγωνιστή έναν εγωκεντρικό δραματουργό, τον αποδομεί και τον ανασκευάζει και, συνεξετάζοντάς τον με τον μύθο του πλατωνικού σπηλαίου και τους προβληματισμούς που θέτει η ερμηνεία του, ο Ζαφειρίου καταπιάνεται στα Φυσικά Πράγματα με θεμελιώδη ζητήματα του ανθρώπινου στοχασμού, συνθέτει μια δική του αγνωστικιστική κοσμογονία, εξωθεί τις λέξεις στα όριά τους, υπονομεύει τις αντιθέσεις, που μέσα στην αναγκαστική τους συνύπαρξη, αποκτούν μια νέα υπόσταση, προτείνει να κοιτάξουμε κατάματα την πορεία των πραγμάτων και να αναλάβουμε την ευθύνη μας έξω από το Σπήλαιο, έξω από τον Κήπο της Εδέμ.
Η ποίηση του Σταύρου Ζαφειρίου είναι μια ειλικρινής ομολογία των προβληματισμών και των αδιεξόδων του σύγχρονου ανθρώπου, που αναρωτιέται και ανησυχεί για την τύχη του ανθρώπινου είδους σε έναν μηχανικό, απάνθρωπο κόσμο.