Άννα Αφεντουλίδου (Περιοδικό Ποιητική, τεύχος 25, Άνοιξη – Καλοκαίρι 2020)

Σταύρος Ζαφειρίου, Τα Φυσικά Πράγματα

Ποιητική συμβολή στην αγωνία της πολιτισμικής αυτεπίγνωσης

Η ποίηση του Σταύρου Ζαφειρίου είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, με εντελώς ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Αν κάποιος θελήσει να την προσλάβει σε όλο της το εύρος, θα πρέπει να την αντιμετωπίσει στο σύνολό της, να προσπαθήσει να καταλάβει τα δομικά της υλικά, παρακολουθώντας τον τρόπο που χρησιμοποιήθηκαν σε όλη την χρονική εξέλιξη της ποιητικής του περιπέτειας. Εάν θα διάλεγα να αναφέρω ένα βασικό της χαρακτηριστικό ή/και τη στόχευση αυτού του ιδιαίτερου κόσμου, θα έλεγα ότι η ποιητική του Σταύρου Ζαφειρίου ιχνηλατεί την πορεία του ανθρώπινου όντος από το ατομοκεντρικό πεδίο της μοναχικής έκφρασης στο διακειμενικό πεδίο του ποιητή/φορέα της συλλογικής συνείδησης. Έτσι βέβαια όπως αυτή διαμορφώνεται αντλώντας στοιχεία από όλους τους χώρους του πνευματικού αλλά και κοινωνικού βιώματος, δηλαδή ενός θεμελιακού ιστορικού έπους ή μιας προδρομικής πολιτικής τραγωδίας. Η πορεία αυτή διαρκεί ήδη τριανταεπτά χρόνια (από το 1983) και έχει ήδη δώσει ένα σύνολο δεκατεσσάρων ποιητικών συλλογών. Και ενώ μπορούμε να διακρίνουμε αρκετούς αναβαθμούς, αναγνωρίζουμε τον προσανατολισμό ενός διακειμενικού πολυσύνθετου ποιητικού θεωρήματος που έχει απορροφήσει αρκετά από τα χαρακτηριστικά της αρχαιοελληνικής αλλά και της νεότερης ευρωπαϊκής σκέψης και δραματουργικής έκφρασης. Μιλώντας με διαφορετικούς όρους: Μπορούμε να πούμε ότι συνιστά ένα ιδιόμορφο κράμα του αναγεννησιακού ανθρωπισμού και του μετανεωτερικού συγκρητισμού.

Αναδρομώντας
Θεωρώ απαραίτητο επομένως να ξεκινήσω με μια σύντομη αναδρομή, η οποία ελπίζω ότι θα δείξει την εξελικτική αυτή πορεία στην οποία αναφέρθηκα και η οποία θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο μεγάλες περιόδους δεκαπέντε και είκοσι ετών περίπου (θα προσπαθήσω να το εξηγήσω παρακάτω): Τα τέσσερα πρώτα βιβλία του Ζαφειρίου, Το ευλύγιστο πέλμα (1983), … και να μπλοφάρουμε στο όνειρο (1984), Στη μουβιόλα (1986) και Ζεστή Πανσέληνος (1988), στοχεύουν στην τάση μιας περισσότερο εξομολογητικής ποίησης, περισσότερο εστιασμένης στο ατομικό βίωμα, το οποίο είναι εξ ορισμού εσωστρεφές και υπαρξιακό. Ο αστικός χώρος ενός σύγχρονου τρόπου ζωής που οδηγεί στην αλλοτρίωση και στην αποξένωση είναι κυρίαρχος. Η δεύτερη πεταλούδα και η φωτιά (1992) λειτουργεί ως μια στροφή στον κόσμο του λογοτεχνικού παρελθόντος, λόγιου και λαϊκού. Στην 6η συλλογή, Τα κατοικίδια (1997) γίνεται νομίζω φανερή η απαρχή του συγκερασμού των παραπάνω στοιχείων, δηλαδή του ατομικού βιώματος και της συλλογικής διαμεσολαβημένης λογοτεχνικά εμπειρίας μέσα από ολιγόστιχα όμως ποιήματα, μορφή που δεν θα κυριαρχήσει στα κατοπινά του βιβλία. Από το 1983 έως το 1997 (σε δεκαπέντε περίπου χρόνια) μέσα στα έξι αυτά βιβλία τίθενται τρεις από τους βασικούς άξονες του ποιητικού του κόσμου που είναι: το υπαρξιακό ερώτημα της ζωής και του θανάτου, ιδιαίτερα του σύγχρονου ανθρώπου μπροστά στα διλήμματα ενός αλλοτριωτικού τρόπου ζωής, ο ενδοκειμενικός διάλογος με το λογοτεχνικό και ευρύτερα πνευματικό παρελθόν και ο συγκερασμός του ατομικού και του συλλογικού μέσα από έναν πολιτικού προσανατολισμού αναστοχασμό.
Κομβικός σταθμός όπου όλα τα προηγούμενα αποκτούν τη δυναμική ενός συστήματος, ενός ποιητικού θεωρήματος το οποίο θα λειτουργήσει κοσμολογικά και θα προσπαθήσει να ανασυντάξει τον ποιητικό χάρτη του δημιουργικού του κόσμου είναι το 7ο βιβλίο του, Η Άτροπος των ημερών (1998). Τα θέματα της υπαρξιακής αγωνίας, της φθοράς, του θανάτου και του προβληματισμού για την εκφραστική δύναμη της ποίησης τίθενται πλέον σε ένα πιο πολύπλοκο επίπεδο. Η ποιητική έκφραση ακροβατεί στα όρια ενός κόσμου όπου μπορούν να συμπυκνωθούν όλα τα είδη του λόγου. Στο 8ο βιβλίο, Σώματος Λόγος (2004), η συνθετική αυτή πορεία του Ζαφειρίου εξελίσσεται περισσότερο, καθώς ενσωματώνει στοιχεία και από την εκκλησιαστική παράδοση. Εντείνεται το γνώρισμα της διακειμενικότητας, το οποίο αποκτά λειτουργικό χαρακτήρα και ταυτοχρόνως αποκαλύπτει πως πρόκειται για μια συνειδητή, σχεδόν προγραμματικού χαρακτήρα επιλογή του ποιητή, γεγονός που υπογραμμίζεται και από τις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου. Με το 9ο βιβλίο Χωρικά (2007) ο Ζαφειρίου μετατοπίζει περισσότερο την ποιητική του σε έναν φιλοσοφικό προσανατολισμό, ο οποίος όμως έχει έντονα τα δραματουργικά στοιχεία. Η πλατωνική σκέψη διαλέγεται με τη σύγχρονη θεωρητική φυσική. Η συνομιλία του Πλάτωνα με τον μύθο, τη γνωσιολογία αλλά και τη δραματική έκφραση θα πρωταγωνιστήσουν εκ νέου και στο τελευταίο του βιβλίο, Τα Φυσικά Πράγματα. Στο 10ο βιβλίο Ενοχικόν – Ο μονόλογος ενός δράστη (2010) κυριαρχεί μορφολογικά η ποιητική πρόζα και θεματικά η έννοια της ενοχής. Ο Φραντς Κάφκα εμφανίζεται ως μια ιδεώδης, σχετικά με την ενοχή, διακειμενική υποκατάσταση. Το αφηγηματικό τέχνημα της προσπάθειας σύνταξης ενός κειμένου, που στην αρχή δηλώνεται ότι ένα μεγάλο μέρος του χάθηκε και στο τέλος ολοκληρώνεται ως η ίδια η προσπάθεια ανασύνταξής του, είναι γοητευτικό όσο και αποτελεσματικό. Και φτάνουμε στο 11ο βιβλίο Προς τα Που (Μια πολεμική ιστορία) (2012), όπου η δομή αναβαθμίζεται δραστικά: Στις τρεις πρώτες ενότητες υπάρχουν πληροφορίες από διάφορες πηγές, προσωπικές αναμνήσεις, παραπομπές από ιστορικά κείμενα, σημειώσεις σχολιασμού του ποιήματος και προπάντων των σκέψεων που αποτέλεσαν την προκειμενική του ύλη. Αναφέρω ένα καίριο σχόλιο του Ευριπίδη Γαραντούδη για το βιβλίο: «Οι μεταμορφώσεις του Φάουστ και οι βομβαρδισμοί της Δρέσδης επιλέγονται ως το κύριο διακειμενικό και ιστορικό πλαίσιο […] για να στερεωθεί ένα βαθιά […] σκεπτικιστικό ποίημα γύρω από το ερώτημα από πού έρχεται και προς τα πού τείνει ο δυτικός άνθρωπος, από την εποχή του Διαφωτισμού και του Ορθού Λόγου μέχρι τις μέρες μας […]»
Για το Δύσκολο (2014) ο Αλέξης Ζήρας έχει γράψει: [Είναι ένα] «σπονδυλωτό ποίημα που αναπαραστάθηκε με βάση τις πέντε διακρίσεις του Ιταλού συγγραφέα Πρίμο Λέβι […] όταν ο τελευταίος προσπάθησε να εννοήσει την παθητική σχέση των Γερμανών με το ναζιστικό καθεστώς. Έχουμε κι εδώ […] μια συνάρθρωση ποικίλων αλλά όχι ετερόκλητων στοιχείων, σχολίων, αποφθεγμάτων, φράσεων που έμειναν μνημειώδεις, αλλά και εμβληματικών προσώπων, όπως ο Σαιν-Ζυστ, ο Μαρξ, ο Ντοστογιέφσκι, ο Σαρτρ ή μυθικών μορφών, όπως η Χίμαιρα, ο Ίκαρος, ο πρίγκιπας Μίσκιν στον Ηλίθιο, έτσι ώστε η ίδια αυτή σύνθεση του Δύσκολου να αποτελεί παράλληλα έναν χάρτη του πολιτισμικού και πολιτικού γίγνεσθαι της Δύσης, των ρήξεων και των ανατροπών, ο οποίος όσο η κρίση αξιών στον 20ό αιώνα βαθαίνει, τόσο περισσότερο γίνεται πιο διάτρητος».
Στο προτελευταίο του βιβλίο με τον τίτλο Αυτοάνοσο (ένα μελόδραμα) (2017), ο Ζαφειρίου ανανεώνει και επανα-ορίζει την ποιητική δραματική έκφραση. Το θέατρο του παραλόγου του Μπέκετ, αλλά και η φιλοσοφία του Βιττγκενστάιν διαλέγονται με τη θεατρική σύμβαση. Ενδεικτικό είναι ότι η συλλογή ξεκινά με την ενότητα Θέμα, όπου εισαγόμαστε σε μια άδεια θεατρική σκηνή, εκεί όπου δύο πρόσωπα προσπαθούν να προσδιορίσουν το θέμα. Στην πορεία όμως του ποιητικού διαλόγου καταλαβαίνουμε ότι ούτε η αναζήτηση ούτε η εύρεση ούτε καν η επικοινωνία δεν τελεσφορούν. Καθώς ολοκληρώνεται η συλλογή με την ενότητα Αυλαία, συναντούμε ξανά τα δύο πρόσωπα του Θέματος, τα οποία βρίσκονται ξανά στο ίδιο σημείο, και καθώς ακούν να χτυπά η πόρτα του χώρου στον οποίο ανήκουν, λένε: «—Ποιος να ’ναι Χαμ; Περιμένουμε κανέναν; —Όχι Κλοβ! Δεν περιμένουμε κανέναν. Μην ανοίγεις».
Επομένως, στα χρόνια από το 1998 έως το 2017 (σε περίπου είκοσι χρόνια) και σε επτά βιβλία, οι τρεις άξονες της προηγούμενης ποιητικής του περιόδου εξακολουθούν να υπάρχουν αλλά μετατοπίζονται σε μιαν άλλη διάσταση, καθώς διασταυρώνονται με άλλες τρεις καθέτους: αυτή της μεγάλης σύνθεσης, αυτή του διακειμενικού συγκρητισμού ενός μεγάλου φάσματος της λογοτεχνικής και πνευματικής παράδοσης και τέλος αυτή του φιλοσοφικού προσανατολισμού, που θα απορροφήσει δημιουργικά το ιστορικό βίωμα, τον πολιτικό αναστοχασμό και το προσωπικό πάθος.

Φυσιο-λογική δια-πραγμάτευση
Θεωρώ σημαντικό να έχουμε αυτό το διάγραμμα κατά νου, ώστε να μπορέσουμε να αναμετρηθούμε αναγνωστικά με το βιβλίο του Τα Φυσικά Πράγματα. Γιατί όχι μόνο συγκεντρώνει όλα τα προηγούμενα γνωρίσματα αλλά και γιατί το ίδιο το περιεχόμενό του προβάλλει ως αναπαράσταση της καθολικής ανθρώπινης περιπέτειας. Δηλαδή, προβάλλει την ιστορική και πολιτισμική εξέλιξη ως την πορεία του ανθρώπου από την άγνοια και την αθωότητα στη γνώση αλλά και στην οδύνη. Στα Φυσικά Πράγματα η πορεία αυτή παραλληλίζεται, εκκινώντας από τον μύθο του σπηλαίου του Πλάτωνα ‒με την εξόδια πορεία του δεσμώτη από την ψευδαισθητική στην αληθινή γνώση‒ με την εκδίωξη του ανθρώπου από τον Κήπο της Εδέμ, δηλαδή τον εκτοπισμό του από τον κόσμο της αθωότητας και της άγνοιας στον κόσμο της γνώσης που συνοδοιπορεί με τον πόνο και τον βασανισμό. Μια πορεία αυτογνωσίας αλλά και ανατοποθέτησης του ανθρώπου απέναντι στη φύση, την κοινωνία, την ιστορία, τον Λόγο, αλλά και τις αναπαραστάσεις τους. Ή καλύτερα, της προσπάθειας αναπαράστασης της ανθρώπινης συνθήκης, μέσα από τις περιορισμένες δυνατότητες εκδραμάτισης, που το εκφραστικό εργαλείο του λόγου, δηλαδή η γλώσσα, μπορεί να παράσχει.
Τόσο τα παραθέματα από τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη, τον Όμηρο, τον Σοφοκλή αλλά και εκκλησιαστικά κείμενα, τον Σαίξπηρ, τον Κάφκα, τον Μάρλοου, τον Οβίδιο, τον Μπένγιαμιν κλπ., που προτάσσονται ως μότο στα κεφάλαια ή υποτάσσονται ως υποσημειώσεις εντός των κεφαλαίων, όσο και οι ίδιοι οι τίτλοι των ενοτήτων του βιβλίου, αποτελούν τους οδοδείκτες της ανάγνωσης ως συμπόρευσης σ’ αυτή την μακραίωνη περιπέτεια του ανθρώπινου πνεύματος.

Οκταμερής δομή
Αναφέρω συνοπτικά τη δομή του βιβλίου: Αποτελείται από οκτώ ενότητες: την Εν Αρχή, πέντε κεφάλαια που ονομάζονται αριθμητικά (1ο, 2ο κλπ.), το Εξόδιον Άσμα και τα Επιλογικά. Στο καθένα υπάρχει ένας εκτενής τίτλος ως προεξαγγελτική παράθεση ή εκ προοιμίου επεξήγηση για το περιεχόμενο και τη θέση της ενότητας. Μόνο το Εξόδιον Άσμα εξαιρείται και εντάσσεται χωρίς επεξήγηση.
Αφηγούμαι την ερμηνευτική μου ανάγνωση σε οκτώ σημεία, όσα και οι υποενότητες του βιβλίου. Ήδη αναφέρθηκα στο πρώτο και προχωρώ στο δεύτερο.
Μετά την απελευθέρωση του ανθρώπου από τα δεσμά μιας προπολιτισμικής άγνοιας, η πορεία του στον «αληθινό κόσμο» δεν μπορεί παρά να είναι πορεία αναζήτησης μιας νέας ερμηνείας, αναζήτηση μιας πίστης, ενός συγκροτημένου συστήματος, όπου η ανθρώπινη ύπαρξη ως πολιτισμική πια κατασκευή θα στεγάσει την αναρώτησή της, θα αναμετρήσει τις δυνάμεις της, θα βρει στήριγμα για μια ζωή που θα μπορεί να πραγματώσει τις δυνατότητές της. Άλλοι επιλέγουν πιο εύκολα, βρίσκοντας νέο ένδυμα να ενδυθούν και νέο τόπο να εγκατασταθούν και άλλοι συνεχίζουν την αναζήτηση, χωρίς να επαναπαύονται εύκολα στις καινούριες ψευδαισθητικές ευκολίες που συναντούν στον δρόμο τους, σε μια παρανάγνωση του κόσμου και της αλήθειας, δηλαδή σε μια νέα αυταπάτη.
Παραθέτω ενδεικτικά από το 1ο Κεφάλαιο:

«Ταπεινωμένος απ’ τη γλώσσα των γραφών
κι απ’ τον εκμαυλισμό της λυτρωμένος,
νους ασκεπής, στρέφοντας σε μιαν άλλη ανατολή
το αίτημά του».

Στην πορεία αυτή, η ανθρώπινη νόηση θα διασταυρωθεί με τον μύθο του Οιδίποδα, ενός αρχετυπικού συμβόλου, του οποίου η κατάκτηση της ταυτότητας, του ρόλου του δηλαδή μέσα στον αστερισμό των σχέσεων με τους άλλους, τον οδηγεί στην αυτοτύφλωση, σε μιαν αδυναμία, επομένως, να οράται. Ενώ έχει κατακτήσει τη δυνατότητα να προσλαμβάνει με τις άλλες αισθήσεις, που τον βοηθούν να εν-οράται τη θέση του μέσα στον νέο κόσμο, που έχει προκύψει από τη συνάντηση του φυσικού και πολιτισμικού, δεν παύει να αναρωτιέται για τη στοχαστική πορεία του ανθρώπου.
Από το 2ο Κεφάλαιο:

«[…] εγώ της μοίρας μου ο ομόκλινος και γιος,
ο εκ του δράματος με τα σφαγμένα μάτια […]
Εγώ που αφουγκράζομαι στο κέλυφος του αυγού
το θρόισμα του νεοσσού πριν απ’ την έξοδό του
και στο έδαφος οσφραίνομαι τη σήψη των νεκρών
‒μα ποιοι είναι αυτοί που αισθάνομαι και δεν μπορώ να δω;
Σε ποιο βασίλειο αυτοπτών μάς έβγαλε η ομίχλη;»

Η διαπάλη αυτή, η αντιφατική αυτή υπαρκτική σχέση συνεχίζεται μέσα από την αντίθεση της Ωδής και της Σιωπής των Σειρήνων, της ικανότητας της σαγήνης μέσα από τη μελωδία, δηλαδή την απόλυτη ταύτιση της γλώσσας με την αρμονία. Εδώ η υπαρξιακή περιπέτεια συσχετίζεται με την ανθρώπινη επιθυμία να συγκινήσουμε και να οδηγήσουμε στα έσχατα όρια το συναίσθημα και το πάθος του αποδέκτη τού λόγου μας: στο οριακό σημείο του θανάτου. Από την άλλη καιροφυλακτεί ο τρόμος της σιωπής, της πλήρους έλλειψης του λόγου, καθώς όταν σωπαίνουν οι Σειρήνες μηδενίζεται μεν η διακινδύνευση, αλλά αυτό δυστυχώς αντισταθμίζεται με την αδυναμία πλέον της προσέλκυσης του άλλου και άρα της υπέρβασης του εαυτού. Το ταξίδι μας γίνεται πιο ανώδυνο, αλλά χάνει σε δραστικότητα ή εν πάση περιπτώσει χάνεται κάτι από τη δυνατότητα να προσκληθεί ο άλλος μέσα από τον ηδυσμένο λόγο να επικοινωνήσει μαζί μας, έστω κι αν πρόκειται η επικοινωνία αυτή να μας απορροφήσει ή/και να μας εξουθενώσει.
Από το 3ο Κεφάλαιο:

«Πώς κλείνοντας τ’ αυτιά με μελισσόκερο
νομίζεις θα προστατευτείς
από τ’ ολέθριο τραγούδι των Σειρήνων
ενώ η απειλή είναι η σιωπή τους; […]
[…] Εσύ δεν ήσουν που έγραφες απαντήσεις ανεπίδοτες
πριν καν τεθούν σε απορία οι εντυπώσεις;
Εκείνη η στάλα της μελάνης που απόμεινε
έχει πετρώσει μέσα στο δοχείο, πάει καιρός,
και τα φαινόμενα που τότε ξεχορτάριαζες
έχουν πνιγεί και πάλι στην τσουκνίδα».
Η αναμέτρηση συνεχίζεται με τον άνθρωπο να πορεύεται χωρίς να εφησυχάζει (η ποιητική φωνή απευθύνεται συνεχώς σε β΄ πρόσωπο, σαν να μιλά σε υποψιασμένο αναγνώστη αλλά και εις εαυτόν), καθώς παλεύει να τελειοποιήσει την ικανότητα της μίμησης, δηλαδή της οικειοποίησης των όσων προσλαμβάνει με τις αισθήσεις του, αλλά και να αναπαραγάγει τη γνώση του με την αναπαράσταση της ανθρώπινης συνθήκης. Οντολογική ανάγκη, αλλά και ψυχικός βασανισμός. Διότι για τον πορευόμενο δεν είναι μόνον ο παιδεμός τού νου αλλά και της ψυχής η συγκίνηση. Επομένως, κεντρικό ζητούμενο είναι το πάθος που αναγεννάται, αυτό που κινεί και σπαράσσει τον άνθρωπο, ο οποίος έλκεται από αυτό αλλά και έλκει, ο οποίος βασανίζεται από αυτό, αλλά και χωρίς αυτό δεν μπορεί να υπάρξει. Γιατί η γνώση στερεί την ανθρώπινη ύπαρξη από την αισθητική και αισθησιακή απόλαυση. Από την απόλαυση όχι μόνον να επικοινωνώ αλλά και να ταυτίζομαι με τον άλλον, χωρίς όρια· με την απόλυτα αθώα και αποστασιοποιημένη από την πολιτισμική σύμβαση απόλαυση, που είναι η έκσταση. Χωρίς περιορισμούς αίματος, προέλευσης ή γενεαλογίας.
Από το 4ο Κεφάλαιο:

«Σου λένε φως μα είναι απλώς η έκλαμψη
των αποτυχημένων δοκιμών της αλχημείας·
σου λένε ον μα είναι ο δύστηνος γυμνός
που περιφέρεται στα δράματα της συγκατάβασής του.
Γλυκάθηκε ο κυνόδοντας
τόσο καιρό στον σβέρκο του ελαφιού
που πίστεψε στο τίμημα της αθωότητάς του,
τόσο καιρό που ωρίμασε η συναναστροφή
της βαρβαρότητας με τον βαρβαρισμό της».

Οι απορίες όμως του περιπλανώμενου δεν παύουν να αναγεννώνται σαν τον Φοίνικα, καθώς η πορεία αυτοπροσδιορισμού έχει τη συνεχιζόμενη σπειροειδή μορφή της πολιτισμικής εξέλιξης που, ενσωματώνοντας την Ιστορία, εμφανίζεται με εκείνη την κοινωνιολογική ανάπτυξη, την οποία συνηθίζουμε να ονομάζουμε πρόοδο. Ωστόσο: η ανθρώπινη οντότητα όσο και να προοδεύει πάντοτε θα είναι προ της οδού, ποτέ καθ’ ολοκλήρου εντός της, ποτέ δεν θα προσεγγίσει τον τελικό προορισμό, ο οποίος φαίνεται να μετατίθεται σαν τον ορίζοντα που ποτέ δεν θα φτάσουμε, γιατί, όσο τον πλησιάζουμε, τόσο εκείνος απομακρύνεται. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η τραγική συνθήκη της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα υπαρξιακά διλήμματα φαίνεται πως αποκτούν συναισθηματικό βάρος μέσα από τη δραματική τους αναπαράσταση, μέσα από τη μίμηση, η δύναμη της οποίας επιχειρήθηκε νωρίτερα να ιχνηλατηθεί από τον ποιητή. Περσόνα που χρησιμοποιεί η ποιητική φωνή ως εκφραστή αυτού του αδιεξόδου των ερωτημάτων είναι ο Άμλετ του Σαίξπηρ. Εξάλλου, η σκηνή του θεάτρου, η οποία επανέρχεται εξακολουθητικά στο έργο του Ζαφειρίου, είναι στην ποίησή του ο μόνος χώρος όπου μπορεί να υποστασιοποιείται, δηλαδή να αποκτά αναπαραστατικό νόημα η διαζευκτική μορφή εκείνων των ερωτημάτων, τα οποία δεν γίνεται παρά να μείνουν αναπάντητα.
Από το 5ο Κεφάλαιο:

«Και τώρα πρίγκιπα;
Τώρα που παγιδεύτηκες στα κάτοπτρα του ιδεαλισμού σου,
ποια τέχνη θα χαρίσει στην ανάγκη
τη μάσκα του υποκριτή,
εκείνου που ο ρόλος του
είναι η άρνησή του να τον παίξει;
Ποιο σκιάχτρο θα φανεί στο περιτείχισμα
του επιδημικού σου βασιλείου,
για να υποδυθεί το φάντασμά σου;»

Η αφηγηματική πορεία του βιβλίου κλείνει όπως αναφέρθηκε και στην αρχή με ένα Εξόδιο Άσμα και μία ενότητα Επιλογικών. Κι ενώ σε όλο το ποιητικό κείμενο επανέρχεται η προτροπή «Χορέψτε! φώναξε η φωτιά», κρατώντας το νήμα από τη σκαιά απεικόνιση του μύθου του σπηλαίου, εδώ, λίγο πριν κλείσει η στοχαστική πορεία του βιβλίου για τη δυνατότητα αλλά και την εκφραστική δύναμη του ανθρώπου, τα ερωτήματα επανέρχονται βασανιστικά.
Τρία σύντομα αποσπάσματα από τις τελευταίες αυτές ενότητες:

«Ποιος τρόμος τώρα ζει μες στα χαλάσματα
απρόθυμος να μοιραστεί με λόγια
όσα τεκμήρια του άφησε η χίμαιρα
πριν κανιβαλιστεί από τους μύθους;»
[…]

«Δράμα λοιπόν; Ή μήπως η απόληξη
κάποιας ψυχαναλυτικής κοινοτοπίας;»
[…]

«Στο φως το φως! Κι όλο το φως
για ό,τι προφτάσεις ν’ αντιγράψεις
από την τέχνη των καρφιών
πριν μπει σε τάξη ο Γολγοθάς
κι εφαρμοστεί η τέχνη του θανάτου».

Επιλογικό σχόλιο
Ο Σταύρος Ζαφειρίου, διηθώντας με φιλοσοφικό φίλτρο τις ποιητικές του εικόνες, ιχνηλατεί με δραματουργική δεξιοτεχνία τη διαχρονική πορεία του ανθρώπινου όντος, από την άγνοια στη γνώση, πορεία που έχει πλουτίσει τον πολιτισμό μας με πολλά· αλλά δεν μας χάρισε την ευτυχία ούτε καν τον σεβασμό μιας γαλήνιας συνύπαρξης. Και όμως συνεχίζουμε με τους ίδιους τρόπους, καταδικασμένοι να διαπράττουμε τα ίδια λάθη. Τα Φυσικά Πράγματα υποβάλλουν την αίσθηση ότι στον δρόμο αυτό συνεχίζουμε όλοι μας, έναν δρόμο χωρίς τέλος. Εκόντες άκοντες τον πορευόμαστε και θα τον πορευόμαστε έως εσχάτων. Και είναι αυτή η πολύτιμη συμβολή του ποιητή στην αγωνία για μιαν ελάχιστη, έστω, αυτεπίγνωση.