1ο Κεφάλαιο
β΄
Ταπεινωμένος απ’ τη γλώσσα των γραφών
κι απ’ τον εκμαυλισμό της λυτρωμένος,
νους ασκεπής,
στρέφοντας σε μιαν άλλη ανατολή το αίτημά του.
Γνωρίζει η γλώσσα, μ’ αγνοεί τον δαίμονά της,
έκπτωτο από τη μορφή, που αποκαλύπτει
όση λαχτάρα εξουσίασε η χάρη.
Χάρη του ανθρώπου, πύρα τ’ ουρανού,
καθώς η βάτος γίνεται καύσιμο της βροχής
και η πλημμύρα σπρώχνει τη φωτιά στην ενδοχώρα
‒χώρα του ανθρώπου που επενδύει στις πληγές
και του ανθρώπου που εξυψώνει τις πληγές του σ’ ευλογία.
Ξύνει το δάχτυλο την πέτσα που ξεράθηκε,
μα από κάτω, τι;
Η αυτοψία της φθοράς δεν επαρκεί’
για την επαναδιάγνωση της νόσου.
Ακροατές των διδαχών
κι αφηγητές διαλέγοντας τις φράσεις τους
από τις άκοπες σελίδες της διαθήκης
‒άραγε επέστρεψε κανείς απ’ την απάρνησή του,
απ’ τις ασκήσεις των χερσαίων πειρασμών,
φυλάγοντας στον σάκο του την άμμο τής ερήμου,
στην αλαλία του
τον μαρασμό του αμάραντου
και το απόντιστο ταξίδι του κορμιού;
Πικρό το μέλι και η μέλισσα βοσκά
ανύποπτη της γέεννας τη γύρη.
Στην αποικία των εσμών που άφησαν τη φύση τους
να οδηγείται απ’ τα φτερά της ακηδίας,
το νέκταρ δεν μπορεί να τρυγηθεί
παρά απ’ τ’ αγριολούλουδα που θάλλουν
ανάμεσα στον λάκκο του πυρός
και την πυρίμαχη κοιλάδα των δακρύων.
γ΄
Καιρός που έσπειρες για να χορτάσει ο κόσμος,
μα σαν ωρίμασε ο καρπός
τον άφησες στο χώμα να σαπίσει.
Καιρός συλλείτουργος προσήλυτων καιρών,
πίστη ιλαρή,
που υπέταξε την πίστη της στο καθεστώς της πίστης.
Κομμός ή Παράβαση;
Τώρα που αλλάζει ο φωτισμός και ο χορός
θρηνολογεί σιβυλλικούς θανάτους,
πώς λείπεις απ’ τον ρόλο σου
και κόβεις βόλτες στα επεισόδια άλλων αφανισμών!
Πώς περπατάς ξυπόλητος σε ξένους οδυρμούς,
πληγώνοντας τα πόδια σου
στις κοφτερές γωνίες των χρησμών τους!
Θρίαμβος υποκριτικής, απαγγελία λόγου ηδυσμένου,
καθώς ο έλεος φορτώνει στην εμπάθεια
τους ανοιχτούς λογαριασμούς του με τον φόβο.
Κι ενώ βολεύεις τον τροχό
μες στην αλληγορία κάποιου ήλιου·
κι ενώ φαντάζεσαι επωδές
αμάθητος στην εξημέρωσή τους,
δένοντας το ξεμάτιασμα
κόμπο στα οξύμωρα των κομπογιαννιτών
‒πόσο ανέτοιμος για τέτοια ποιητική!
Φορμαλισμός κι αισθητική σ’ έχουν απομακρύνει
απ’ το περιεχόμενο και την καταγωγή του,
αφήνοντας αφύλαχτη την πάροδο και τη βροχή
να γίνει λάσπη στα καθάρσια ποτάμια.
Πάντες οι χείμαρροι πορεύονται εις την θάλασσαν!
Κατηφοριά η γη·
και φυσικά, καμιά στιχουργική δεν είναι ικανή
να αντιστρέψει στην ανάβρα του τε ρεύμα.
2ο Κεφάλαιο
α΄
Στην κόγχη μασουλώντας το αντίδωρο
‒ «Να μ’ ασημώσεις με βροχή», είπε η μάντισσα,
διαβάζοντας την ανοιχτή παλάμη.
«Βροχή ζητώ γιατί βροχή μου παίρνεις.
Κι άσε με να μιλώ σιγά να μη μ’ ακούσει
το θεριό κι ανταριαστεί από την κοιμηθιά του.
Στενάχωρο άστρο σού είναι χαρισμένο
και το κυλάς στα σπλάχνα σου σαν τσέρκι.
Ύπνο καλό δεν χόρτασες, κέντρισμα
στα ματόφυλλα σου δίνουνε ανήμπορες λαχτάρες,
κι ούτε λυχνάρι ούτε χάση φεγγαριού να τις γητεύει.
Πόνο σου φέρνει η άρνηση και περπατάς
μ’ ένα κεφάλι μέσα σου καρφιού
που σου ’μεινε απ’ τη σταύρωση των άλλων
ώρα βαθιά, όπου γυρνούσε ο χαλασμός
ανάποδα τη φτερωτή της εγκατάλειψής τους.
Κι εδώ, κοίταξε εδώ που σμίγουν οι γραμμές,
βλέπεις τον δρόμο; Κι όχι μονάχα έναν που σε πάει,
δρόμοι πολλοί, λογιώ-λογιώ, κι απ’ τον καθένα
κιόλας έχει κινήσει ο ερχομός σου.
Κι αν τις μετρήσεις, μια με μια, βγαίνουν διπλές
οι θυμωμένες μέρες που έχεις ζήσει,
διπλά τα λόγια απ’ όσα θα σου φτάναν.
Λόγια παραπανίσια είναι λόγια
που κυνηγούν όπως οι σκύλοι την ουρά τους
όταν δεν έχουν κάτι άλλο να δαγκώσουν».
— Όμως αυτός ο ανόφθαλμος που ξαποσταίνει
πλάι σου στη ράχη φορτωμένος τόσο χώμα,
τι γυρεύει;
Ποιοι τάφοι έκλεισαν πίσω του, ποιες πράξεις
επαλήθευσαν το παραμιλητό τού μέλλοντός του;
[…]
β΄
Πλάνης και μικροπωλητής σε αστέγαστες εκτάσεις,
πότε ουραγός στις παρυφές της λαϊκής
κι άλλοτε διάμεσος σε ράθυμα παζάρια,
το ίδιο εμπόρευμα πουλώντας κι αγοράζοντας ξανά
— Τι περιμένεις από τη συναλλαγή;
Η προσφορά δεν είναι ζήτημα τιμής
κι η ζυγαριά του πάγκου σου δεν έχει αντιζύγια.
Τέκνον τυφλού! Εσύ που εμφάνιζες
στον σκοτεινό του θάλαμο παλιές φωτογραφίες,
αρχειοθετώντας σωπασμένες εποχές,
πόσες κηλίδες ενοχής χωρούν σε μία πόζα,
πόσοι που ανένηψαν, σκύβοντας το κεφάλι τους
στα όχι που δεν είπαν και στο ναι;
Μάλλον φθινόπωρο, γιατί η τύψη είναι υγρή ακόμη·
μάλλον Παρασκευή, λίγο μετά την πρωινή αναφορά.
Κι όμως, δεν είναι η θητεία που μεγάλωσε
τη χάλκινη οδό της μετανοίας.
Σ’ αυτό το απόδειπνο που σφύζει από δηλώσεις συντριβής,
τέκνον τυφλού εσύ,
σκαλίζοντας τα ξέθωρα χαρτιά της εφεδρείας,
ανακινώντας χρώματα στο ασπρόμαυρο του πατρικού λυγμού,
εκείνου που δεν φαίνεται μα υπήρξε
αμέσως πριν κι έπειτα από το κλικ της μηχανής,
τώρα που στρέφεις τον φακό για να ’ρθει πιο κοντά
η ψιλοβελονιά της ιστορίας,
κρύψε τον φόβο του κορμιού, τον κάματο
του ανασασμού στον δύσβατο αέρα.
Ποιος νίκησε; Ποιος έχασε;
Τα προσκλητήρια των νεκρών
δεν υπεισέρχονται σε τέτοιες λεπτομέρειες.
3ο Κεφάλαιο
α΄
[…]
Μέλλον και μέλλον!
Ή κάποιο μέλλον έρμα του σκαριού,
για να κρατά τα ύφαλα στα ίσια.
Με τέτοια λάμψη των νοητών αστερισμών
και τον εξάντα να μετρά το πλάτος του καθρέφτη,
ευθυγραμμίζοντας την αίρεση της όρασης
με την ορθοδοξία των ειδώλων,
τι να δεχτείς αληθινό;
Πώς, κλείνοντας τ’ αυτιά με μελισσόκερο,
νομίζεις θα προστατευτείς
από τ’ ολέθριο τραγούδι των σειρήνων,
ενώ η απειλή είναι η σιωπή τους!
Κι αν κάποτε σε άξενες ακτές,
με υπαρκτικά παράδοξα εξαπάτησες
τον αφελή γιδοβοσκό των εξαμέτρων
κι η ύβρις πάγωσε τα κύματα του αίσιου γυρισμού,
άνωθεν εξεχύθη η φωνή,
ωσεί εγκόλπιον συγγνώμης των σφαλμάτων·
και άλλων! Κι άλλων πιο οδυνηρών,
για να πεισθείς πως η ασφάλεια του δέσμιου
θα παραμένει πάντα το κατάρτι.
[…]
β΄
Η βολική σου λύση: Η νοσταλγία!
Όχι, δεν άντεξες ποτέ
το έπος που παιδεύει τ’ όνομά σου·
κι οι νύμφες με τα βακχικά βυζιά
μες στα δωμάτια της ημιδιαμονής
ποτέ δεν σ’ άντεξαν.
Τόποι εκτός, τοπία που προσπέρασες
ακολουθώντας νυχτοφάγες πανσελήνους
‒έτσι κι αλλιώς, μια και ήρθες μέχρι εδώ
τι νόημα έχει να εκθέτεις τη συνήθεια;
Νοστάλγησε λοιπόν, και θα ’ναι η μνήμη
που θα σου δώσει οδηγίες για το πώς.
Θα είναι η μνήμη, που βοσκά σε τεχνητούς λειμώνες,
τα πένθη μηρυκάζοντας, φλόμο και σάπιες ρίζες,
καθώς μασά τεμπέλικα, σίγουρη πως θα πάρεις απ’ αυτήν
ό,τι η ίδια δεν μπορεί να το χωνέψει.
Κοντεύοντας τα μάτια σου στη γη ‒ή μήπως
φέρνοντας τη γη στο ύψος των ματιών σου;‒
μόνο θα δεις τον κουρνιαχτό
που μες στη φούρια του σηκώνει το παιχνίδι:
Θάρρος ή αλήθεια;
Διάλεξε! Και μετά θ’ αντιληφθείς
πως οι κανόνες του δεν έχουν πίσω πόρτα,
ότι στις στάχτες του ενός
σκαλίζεις τ’ ολοκαύτωμα της άλλης.
[…]
4ο Κεφάλαιο
α΄
[…]
Ο δρόμος κόβεται στη διακοπή τής κτίσης·
μένουν το τέλος κι η αρχή, μα ούτε που ξέρεις
ποια είναι τούτη η αρχή κι αν φτάνει σ’ ένα τέλος,
ποιο τέλος ξεκινά απ’ την αρχή,
ποιοι μεθυσμένοι οδηγοί μπαίνουν στο άλλο ρεύμα.
Κι ούτε που ξέρεις
αν ό,τι λείπει απ’ το μηδέν είναι η μονάδα
ή απ’ τη μονάδα σου αν λείπει το μηδέν.
Στη βεβαιότητα του ανακόλουθού σου
τι να σημαίνει ο μορφασμός σου στον φακό;
Το ένα που κρεμιέται απ’ το μηδέν
ή το μηδέν βατεύοντας το ένα του απείρου
δεν είναι παρά η έκβαση μιας ευφυούς συνθήκης
ανάμεσα στον οίστρο τους και το ζευγάρωμά τους.
«Χορέψτε», φώναξε η φωτιά.
«Δεν είναι ο δρόμος που ορίζει την κατεύθυνση,
είναι η κατεύθυνση που εννοεί τον δρόμο,
για να ’χει κάποιον δρόμο να ιστορήσει».
Χορέψτε! Γυμνόποδες στην ανθρακιά, σ’ έκσταση δήθεν.
Το εικόνισμα που υψώνετε σαν ανοιχτό κιβούρι
είναι το μέσο, φέρνοντας στους ώμους τον σκοπό·
κι ούτε που ξέρετε ποιος είναι ο σκοπός,
κι ούτε που ξέρετε στ’ αλήθεια τι αγιάζει.
Χορός της ύαινας γύρω στ’ απομεινάρια.
Χορός· ίδια πατήματα με των κατηχημένων.
Μη σε γελάει η τελετή·
οι ιεροφάντες έχουν εκδιωχθεί
κι οι βέβηλοι εποπτεύουν τα μυστήρια.
γ΄
[…]
«Δεν πρέπει να ξυπνάς πριν την ανάσταση,
προτού δοθεί το σύνθημα της παλιγγενεσίας»,
ήχησε σαν κατήχηση η φωνή.
«Αλλιώς, τι να τα κάνει ο ουρανός
τόσα πουλιά πιασμένα στον ιξό του;
Προς τι οι αργυραμοιβοί,
οι τσακωμοί του σιναφιού για την προμήθεια;
Ούτε και πρέπει ν’ αγνοείς
τις λογικές αρχές τής αυθεντίας:
κάθε που ακούς να τρίζει το στερέωμα
είναι οι μυλόπετρες που αλέθουν τη σοδειά του·
κι όταν κοπάζει η ταραχή
είναι ο καινούριος θερισμός που αθόρυβα έχει αρχίσει».
«Να τραγουδάς τη συντριβή», είπε ο αντίλαλος.
«Στους ηττημένους θα δοθεί η υστεροφημία,
σ’ αυτούς που αρνήθηκαν να είναι νικητές.
Σου λένε φως, μα είναι απλώς η έκλαμψη
των αποτυχημένων δοκιμών της αλχημείας·
σου λένε ον, μα είναι ο δύστηνος γυμνός
που περιφέρεται στα δράματα της συγκατάβασής του.
Γλυκάθηκε ο κυνόδοντας
τόσο καιρό στον σβέρκο του ελαφιού
που πίστεψε στο τίμημα της αθωότητάς του,
τόσο καιρό που ωρίμασε η συναναστροφή
της βαρβαρότητας με τον βαρβαρισμό της.
Όμως, κι όταν σου γίνει νοητό πως η πραγματικότητα
δεν θέλει σφάχτες και σφαχτά να εξαπατώνται
απ’ το ανιστόρητο της σκοπιμότητάς τους
ούτε απ’ την αισθητική τού εξιλασμού,
θα ’χεις ακόμη μπόλικη δουλειά
για να ξεδοντιαστούν οι επαγγελίες».
5ο Κεφάλαιο
α΄
[…]
«Αλήθεια του όντος είναι το παρόν
που προσορμίζεται στη γη των Λαιστρυγόνων,
κι ό,τι βλασταίνει απ’ τον καταποντισμό
των ραψωδών μες στην οδύσσειά τους.
Παρόν οι τρίλιες κι η φωλιά του αηδονιού
κι η τροφοδότης λύκαινα
που ψάχνει ορφανά να τη βυζάξουν.
Παρόν ο πόθος κι οι θηλές των κοριτσιών
που αναρριγούν τους άλκιμους θριάμβους.
Με τους δικούς του ήχους εκδικείται το παρόν
το αλαλάζον κύμβαλο του χρόνου
‒μόρσιμος υπερασπιστής αμόρσιμου εφηβαίου
που διεκδικεί το άχραντο κομμάτι της στιγμής,
δροσίζοντας στις φυλλωσιές τον Αύγουστό του.
Με τους δικούς του αγγέλους εκδικείται το παρόν·
κι ούτε προσπέφτει στην ποδιά τής απεραντοσύνης,
κι ούτε που θέλει πια να δεξιώνεται τα λείψανα
και τις ομοβροντίες των θαυμάτων.
Κανείς νεκρός δεν ζει μέσα στο φάσμα του
ή με το επέκεινα χτενάκι στα μαλλιά του·
μόνο τ’ αδέσποτα πορεύονται στον ίσκιο τους,
νομίζοντας πως η σκιά είναι το άλλο,
σύμψυχό τους ζώο.
β΄
[…]
Ταφές θνητών· κι έφτασες κιόλας μέχρι εδώ
χωρίς τον χάρτη που σου πούλησαν στην αγορά τού χάους,
μέχρι εδώ, στο υπόλοιπο του κόσμου που αντιγράφεις.
Διπρόσωπο νευρόσπαστο· από τη μια μπαλώνεις
κι από την άλλη σκίζεις τους χασέδες των ηθών
και καν δεν υποπτεύεσαι πως είναι η κόψη της κλωστής
που σφάζει μες στον ύπνο τους
τα μπάσταρδα των αναιρέσεών σου.
— Τόση αυτοκριτική! Τόση αποψίλωση
του δάσους που φαντάστηκες σαν τροπική αποικία,
σαν χώρα, γαλουχώντας τους νωθρούς ιθαγενείς.
Σημαίνουν κάτι όλα αυτά
ή αυτοσχεδιάζουν πάλι οι θεατρίνοι;
γ΄
«Τι λόγιοι μελοδραματισμοί και τούτοι πρίγκιπα!
Τι πορφυρή επιγραφή πάνω απ’ τους τάφους!
Να είσαι ή να μην είσαι!
Αν είναι ύπνος ο θάνατος και τι θα ονειρευτείς!»
(Κουβέντες του κρανίου εκτός κειμένου·
γιατί μέσα στο κείμενο, μιλιά).
«Να είσαι – να μην είσαι!
Βγάζοντας το διαζευκτικό πάει και η σκλαβιά της απορίας.
Το φίδι όταν δαγκώνει την ουρά του, όχι ο ψυχαναγκασμός
μα είναι ο τρόπος να ξαλλάζει το φιδίσιο του πετσί·
κι ούτε που νοιάζεται αν με αυτόν τον ελιγμό
κλείνει στον κύκλο του το άπαν του εαυτού
ή τις ασκήσεις ερμηνείας των συμβόλων.
Με το δικό σου δάγκωμα του νου
ποιο παλιωμένο σου πετσί ελπίζεις πως θ’ αλλάξεις,
ποιο δίλημμα κυκλώνοντας το άπαν του δικού σου εαυτού;
Υπάρχεις ‒δεν υπάρχεις!
Ή δεν ριζώνεις μες στην ύπαρξή σου,
όπως δεν πιάνει ρίζα το νερό,
ακόμη κι αν το φράξεις μες στη στέρνα.
Να είσαι· μα αν δεν μπορείς να είσαι η ζωή,
τι θα σου χρειαστεί το νόημά της;
Κι όταν δεν είσαι,
ποιος θα σου πει τι νόημα έχει να μην είσαι;
Παλιάτσου λόγια, θα σκεφτείς, και θά ’χεις δίκιο.
Πώς να διακρίνει μια μουτσούνα παλατιού
την ύπαρξη απ’ τη ζωή και τη ζωή
από τα κουδουνάκια του σκουφιού της;
Όμως παλιάτσος ήμουν, κι έχω παραμείνει
ο κοσμικός διασκεδαστής των σοφιστών
τόσο καιρό που υπάρχω δίχως να είμαι».
Επιλογικά
β΄
Τώρα που αβάσταχτα φρονείς ότι το μάταιο
είν’ η ηχώ στο επιφώνημα της φαντασμαγορίας,
και υπάρχει μόνο ο εθισμός στην ύπαρξή σου·
τώρα που ο ύπνος λιγοστεύει και ο άνεμος
σπρώχνει το σώμα σε μια δίνη αναμονής,
κι ό,τι προσεύχεσαι είναι οι λέξεις να πενθείς
για την αθόρυβη απουσία σου απ’ το πένθος,
γυμνός απ’ το χιτώνιο της ελεημοσύνης,
ντυμένος με τη φορεσιά τού παρατηρητή
‒οι λογικοί σου συνειρμοί δεν σ’ άφησαν
ν’ αδειάσεις το ποτήρι ώς τον πάτο.
Μέχρι εκεί· επίορκος πραματευτής έξω από τον ναό,
στον κήπο της Γεθσημανής κρυμμένος
μην σε βρει ο ασπασμός των αργυρίων.
Μέχρι εκεί· κι ο θόρυβος των έσχατων πολύς,
που με τερτίπια κι αγκωνιές παλεύουν νά ’ρθουν πρώτοι.
Τόσες οι προσφιλείς σου διδαχές, κοινωνημένες
σε κάποιον δείπνο μυστικό όπου οι ακάλεστοι
δεν έμαθαν ποτέ ότι ο άρτος και ο οίνος της δωρεάς
λεηλατήθηκαν από το ξένο σπίτι.
Σκαιό στεφάνι στα μαλλιά, μα μέχρι εκεί·
τ’ αγκάθια δεν σου πλήγιασαν την αναμάρτητη όψη
κι η προπατορική σου μοναξιά
το ξύδι που σου πρόσφεραν στον ψίθυρο μιας δίψας
φερμένης απ’ την άρμη των παθών
‒τρόπος του λέγειν, φυσικά, μια και τα πάθη, ποια;
[…]
Άσκηση:
— Ποια γνώση σου επιτρέπει να γνωρίσεις;
Κι η κάθε γνώση πρακτική στην κλίνη του Προκρούστη,
τάνυσμα και ακροτομή σε αρρωστημένα μέλη
‒σου δόθηκε η μέθοδος,
μα οι δεξιότητές σου πάσχουν στα σημεία.
Στο φως το φως! Κι όλο το φως
για ό,τι προφτάσεις ν’ αντιγράψεις
από την τέχνη των καρφιών
πριν μπει σε τάξη ο Γολγοθάς κι εφαρμοστεί
η τέχνη του θανάτου.
Άσκηση:
— Είναι το διότι η γνώση του γιατί;
Αρκεί να είναι;
Στο αδράχτι γνέθεις το ιερό για να το κάνεις πίστη,
μα με σφοντύλι από φελλό
το νήμα που τυλίγεται σαν σέλας στον σταυρό
το ξετυλίγει η ανεμική και το ξαναξεφτίζει.
Κι όλο το φως μια λάμψη για να δεις
πώς της δημιουργίας η φωνή
καίγεται στον πυρρίχιο των φυσικών πραγμάτων.