[…] Το Ενοχικόν του Σταύρου Ζαφειρίου θα μπορούσε να περιγραφεί ως ποιητικό κείμενο που –θεματοποιώντας τη συγγραφή ενός ποιήματος– πραγματοποιεί έναν παραδειγματικό ελιγμό, σύμφωνα με τον οποίο το ποι-ητικό κείμενο δεν αφηγείται καν το ανεπίτευκτο του ποιήματος –όπως θα περιμέναμε από την εφαρμογή ενός μάλλον συνηθισμένου ρητορικού τε-χνάσματος, με αρκετά λογοτεχνικά στιγμιότυπα στο ενεργητικό του– αλλά διερευνά τις προϋποθέσεις της δημιουργίας του.
Ανοίγοντας το βιβλίο ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά στις σκηνοθετικές οδηγίες ενός δράματος, του οποίου τα στοιχεία πρέπει να επιλέξει ο ίδιος. Ο δραματουργός θέτει μόνο τη ριζική συνθήκη των δυνατών συνδυασμών. «Αυτό που διαβάζετε είναι ένα χαμένο χειρόγραφο», προειδοποιεί. Ο βιαστικός ή ακόμα ακόμα προκατειλημμένος αναγνώστης, ίσως αντιμετω-πίσει αυτή την πρόταση σαν ένα γλωσσικό παιχνίδι. Τότε μπορεί να κλείσει το βιβλίο και να ασχοληθεί με τη διαχείρηση του υπάρχοντος. Αν όμως συ-νεχίσει την ανάγνωση, πρέπει να αποδεχθεί τη σκληρότητα του ερωτήματος που θέτει η απουσία ερωτηματικού σ’ αυτήν την πρόταση: αν το χειρόγραφο είναι χαμένο, πώς προσδιορίζεται χρονικά ο συντάκτης του; Σε ποιο σημείο της ύπαρξής του βρίσκεται, όταν εκφέρει αυτή την πρόταση; Το κατηγόρημα «χαμένο» προσδιορίζει το χειρόγραφο ενώπιον του συντάκτη ή του αναγνώστη; Πρόκειται για μιαν ακόμη σκηνοθετική οδηγία ή για την αρχή τού δράματος; Όποια απάντηση κι αν δοθεί, θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις συνεχείς αλλαγές προσωπείων. Λεπτές διερευνήσεις ψυχικών καταστάσεων εναλλάσσονται με στίχους που ακροβατούν ανάμεσα στον ποιητικό μονό-λογο, την ημερολογιακή σημείωση και τη φιλοσοφική διερεύνηση της γρα-φής. Το υπάρχον εκτίθεται ως ποινή μιας ενοχής. Η ενοχή: η προσπάθεια του υποκειμένου να ισχυριστεί την ταυτότητά του –την ιστορική αθωότητά του, δηλαδή– διατυπώνοντας την εμπειρία της σκοτεινότητάς του. Το υποκείμενο μπορεί να είναι ένα κείμενο, αλλά κάθε ανάγνωσή του δείχνει πως είναι συντεταγμένο σε μιαν άλλη γλώσσα. Σε ποιά γλώσσα έχει γραφτεί το κείμενο του υποκειμένου· αν υπάρχει άλλη γλώσσα, οποιαδήποτε άλλη γλώσσα; Το σίγουρο είναι –όπως λέει ο Ζαφειρίου– ότι «καμία λέξη δεν μπορεί να σπρώξει ώς την κορφή της την ανάγκη».