(…) Τα Χωρικά του Σταύρου Ζαφειρίου καταπιάνονται με θεμελιώδη φιλοσοφικά ερωτήματα για τον κόσμο και την ανθρώπινη ύπαρξη. Ο κεντρικός ιστός γύρω από τον οποίο διαπλέκονται τα κεντρικά θέματα του βιβλίου είναι το πρόβλημα του χώρου. Ο χώρος, σύμφωνα με την αρχαία κοσμοαντίληψη, όπως αποκρυσταλλώνεται στο χωρίο του πλατωνικού Τίμαιου, που παρατίθεται ως μότο του βιβλίου, αντιπροσωπεύει μία μεταφυσική ασώματη πραγματικότητα δίχως αρχή και τέλος, όπου επισυμβαίνουν όσα έχουν αρχή και τέλος: τρίτον δε αυ γένος ον το της χώρας αεί, φθοράν ου προσδεχόμενον, έδραν δε παρέχον όσα έχει γένεσιν πάσιν. Ας θυμίσουμε όμως πως πριν τον Πλάτωνα, ο Ζήνων, με τα γνωστά του παράδοξα, είχε αρνηθεί την ύπαρξη και του χώρου και της κίνησης. (…)
(…) Ο ιδεαλισμός του Κανταυτή η κοπερνίκειος αντιστροφή του φιλοσοφικού στοχασμού– θα αλλάξει άρδην την αντίληψή μας για τον χώρο: ο χώρος, όπως και ο χρόνος, δεν αποτελούν αυθυπόστατες πραγματικότητες αλλά υποκειμενικούς τρόπους της εμπειρίας. Είναι a priori μορφές εποπτείας, με τις οποίες ο νους τακτοποιεί τα δε-δομένα των αισθήσεων, την αντικειμενική πραγματικότητα.
Η σύγχρονη αστροφυσική, εισάγοντας την έννοια του χωροχρόνου θα φέρει μια τρίτη επανάσταση στην έννοια του χώρου, υποστηρίζοντας πως ο χωροχρόνος, που δημιουργήθηκε με τη Μεγάλη Έκρηξη, υπάγεται στους νόμους της σχετικότητας.
Ο άνθρωπος, λοιπόν, υπάρχει στον χώρο, αλλά και ο χώρος υπάρχει χάρη στον άν-θρωπο. Ή, όπως λέγει ο Ζαφειρίου: «εμείς ορίζουμε τις διαστάσεις του χώρου / κι ο χώρος υφαίνει το σχήμα του γύρω από εμάς, / μια κι εμείς είμαστε ο ίδιος ο χώρος / και ο χώρος υπάρχει στον χώρο χάρη σ’ εμάς». Κι ο άνθρωπος πάλι, στην προσπάθειά του να ερμηνεύσει το σύμπαν, γίνεται ο χωρομέτρης του χωροχρόνου «με σταθερές που αυθαιρετούν και σχετικότητες, / με γραφικά της αταξίας και της τάξης», τεντώνοντας τις γραμμές απ’ την αρχή του άναρχου «να φτάσουν ώς του άπειρου το τέλος» και προσπαθεί να ερμηνεύσει το απόλυτο, υποτάσσοντας την ενέργεια, την ταχύτητα και τη μάζα στη γνωστή εξίσωση της σχετικότητας. Όλες όμως οι θεωρίες, ακόμη και αυτή της σχετικότητας δεν είναι, σε σχέση με το απόλυτο Ον που ο νους αδυνατεί να συλλάβει, παρά «εικώς μύθος». Έτσι ονοματίζει ο Πλάτων τη δική του έκθεση της δημιουργίας του κόσμου, αφού, κατά το σχόλιο του Βασίλη Κάλφα που υποσημειώνει ο Σταύρος Ζαφειρίου, η διήγησή του «δεν αποσκοπεί στην αντικειμε-νική αλήθεια αλλά στη μεγαλύτερη δυνατή αληθοφάνεια». Βλέπουμε, λοιπόν, πως τα δύο σκέλη του διαλεκτικού ζεύγους «μύθος-λόγος» αλληλοϋπονομεύονται, μιας και οι λογικές ή επιστημονικές ερμηνείες του κόσμου εκλαμβάνονται ως εικότες μύθοι, ενώ, από την άλλη μεριά, ο λόγος δεν λειτουργεί μόνον ως καθαρός λόγος αλλά και ως φωνή αρχαίων κοσμογονικών μύθων, ως εκείνο το βιβλικό «είπε και εγένετο».
Τα Χωρικά του Ζαφειρίου αποτολμούν ένα είδος «κοσμικού δράματος». Σε μία «προ της τραγωδίας» εισαγωγή, που τιτλοφορείται «Η Άτροπος των Ημερών», εκτί-θεται η υπόθεσή του, δηλαδή το διαλεκτικά αντιμαχόμενο ζεύγος, που, επιμερισμένο σε διάφορες μορφές, θα εμφανιστεί στη συνέχεια: λόγος (πριν διαιρεθεί σε μύθο, μα-θηματικό λόγο, Θεό, λογική) και χώρος (ή κόσμος).
Στην «Πάροδο» η Μεγάλη Έκρηξη προβάλλεται ως ο πρώτος κοσμολογικός μύθος αλλά και η πρώτη πράξη του κοσμικού δράματος. Μια πληθύς αντιθετικών ζευγών έχει ήδη αναδυθεί και ο χωρομέτρης (η νομοθετούσα συνείδηση) πασχίζει να τα συμ-φιλιώσει: τάξη-αταξία, αρχή-άναρχο, τέλος-άπειρο, χρόνος-άχρονο. Πάντως, η σκηνή του δράματος, το κοσμικό θέατρο, το «Welttheater» των μεσαιωνικών μυστηρίων, έχει πια κατασκευαστεί. Τα «Στάσιμα» που ακολουθούν συναπαρτίζουν ένα μικρό εσωτερικό χρονικό του ανθρώπου, συμπυκνώνοντας αντιπροσωπευτικές στιγμές της πνευματικής πορείας του πάνω στη γη: την αφύπνιση των πρωτόπλαστων στον κήπο της Εδέμ, την αδελφοκτονία του Κάιν, τον τρωικό πόλεμο, το αίνιγμα του λαβυρίνθου, τη συμμετρία της αναγεννησιακής ζωγραφικής, την ουτοπία του Θωμά Μωρ κ.ά. Η «Έξοδος» αφιερώνεται στην τέταρτη διάσταση, δηλαδή στον χρόνο που είναι ο κοινός διαιρέτης της διαδοχής των τόπων.
Όλο το βιβλίο μοιάζει με σπείρα που «ξετυλίγει τον εαυτό της / τροχιά θαρρείς πε-ριδινούμενων σχημάτων, / μοιράζοντας το λίγο στο πολύ / και το πολύ μοιράζοντάς το στ’ όλο, / σαν αλληγορική δημιουργία / ή θαύμα δουλεμένο από τον νου». Ή αλλιώς ένας άψογα οργανωμένος (η δομή του βιβλίου δεν είναι από τις μικρότερες αρετές του, και τονίζουμε ότι πρόκειται για ποιητικό βιβλίο κι όχι ποιητική «συλλογή») διανοητικός λαβύρινθος, όπου ό,τι κοιτάμε μπροστά μας είναι πίσω μας «ένα παιχνίδι αντίστροφων βημάτων / όπου τα πάντα ήδη έχουν συμβεί / στο πριν και το μετά της διαδοχής τους. / [μια] πράξη απατηλή χωρίς κανόνες / σε δήθεν σκηνικό ενδεχομένων / ή σαν καθρέφτης που έχει σκεπαστεί / και κρύβει απ’ το παρόν τις αποστάσεις / τον χρόνο αντιγράφοντας πιστά / μεταβλητή θαρρείς γεωμετρία / που αποκαλύπτει και παραπλανά».
Πρόκειται, αναμφίβολα, για ποίηση απαιτητική, που απλώνει τις ρίζες της πέρα από το γνώριμο υπέδαφος της λογοτεχνίας (π.χ. το καφκικό παιχνίδι του υπαρκτού συγγραφέα και του λογοτεχνικού του ειδώλου που οι ρόλοι τους αντιστρέφονται κα-θώς το ένα απορροφά την υπόσταση του άλλου) και στον στοχασμό και την επιστήμη. Δεν είναι εύκολο να παρακολουθήσει κανείς τους διαλεκτικούς δαιδάλους των «Χωρικών» και γι’ αυτό απαιτείται συνεχής εγρήγορση της σκέψης (…)