Αυτοάνοσο

 

 

Επί της ουσίας

 

Η αλήθεια είναι πως και να πηδήξεις στο κενό

δεν προλαβαίνεις να μετρήσεις την κενότητα·

και, ασφαλώς, δεν είναι επιχείρημα η βαρύτητα

ούτε η απόσταση είναι διαλεκτική

–κάτι που δεν διδάσκεται στις πρόβες του θανάτου

και ξεσκεπάζεται την ώρα της παράστασης.

 

Όσο κι αν επικαλεστείς την ειρωνεία

–σαν μέθοδο διαλεκτικής κι αυτή–,

δεν είναι ρόλος η κραυγή κατά την πτώση.

(Αν και στο τέλος είναι η κριτική που αποφασίζει).

 

Κι αυτό που ψάχνεις ίσα-ίσα με το βλέμμα σου,

σαν τη μοναδική σου διαφυγή,

δεν είναι άνοιγμα ή οδός

μα ο συμβολισμός του προσκηνίου.

 

Α, το προσκήνιο! Α, ο συμβολισμός –το άλλοθί του!

Λειψά σκεπάζει η γάζα τους τη διεκτραγώδησή σου

–μύθοι και δήθεν τραύματα από χαμένες μάχες,

χρώμα το αίμα και σκληρός ο φωτισμός,

να φαίνεται αίμα.

 

Κι όμως, εντέλει είναι τόσο απλό:

Σε αυτόν τον θίασο της μισθοφόρου γλώσσας,

όπου τα σείστρα του Χορού

ανακαλούν το τραύλισμα του Αγγελιοφόρου,

ο φόβος και το έλεος δεν οδηγούν στην κάθαρση

αλλά στο τίμημα των συναινέσεών της·

 

κι ό,τι κομίζεις, πεπρωμένο ή παρόρμηση

ή τον μηρυκασμό του αφρού στην πλημμυρίδα,

δεν είναι παρά ο επιτονισμός της προσωδίας.

 

[ Πάντα θα υπάρχει τούτη η αντιφρόνηση: Η τέχνη να αγωνιά για την εκπλήρωση του ιδεαλισμού της και η τεχνική να επαίρεται πως κουβαλά στις πλάτες της τα αυτονόητα φαινόμενα της τέχνης· πάντοτε τούτη η ματαιόδοξη διαμάχη της προβολής με τον προτζέκτορά της, και ανάμεσά τους η δέσμη του φωτός να ξύνει με απορία το κεφάλι. ]

 

[…]

 

Ανόσιε νου!

Ούτε το συναξάρι των ενστίκτων σου

τόσο καιρό δεν έχεις ξεφυλλίσει.

 

Πότε νηφάλιος,

και άλλοτε τρεκλίζοντας από τη νοσταλγία

(είναι φορές που λησμονείς ότι η μνήμη

δεν είναι αποκύημα ή φουντωμένη κάφτρα

μα οι ανοιχτοί λογαριασμοί με τα προσχήματά σου),

ενώ οι συνθήκες επιβάλλουν ισοδύναμα,

κρατώντας από τα λουριά

τις εξαγριωμένες ματαιώσεις.

 

― Με τ’ όνομα που μου ’δωσες να με καλείς και θα ’ρχομαι

με όλο τον πόθο των δεκαοχτώ μου χρόνων.

Λίλιθ με λες

κι έχω βελόνες αειθαλούς ανάμεσα στα δόντια,

να πλέκω νύχτα το ουρλιαχτό του λύκου στη σελήνη\

(σου είπε).

 

Κι εσύ:

― Ποτέ ο πόθος μας δεν είναι διαδρομή.

Είναι παρών ευθύς μόλις υπάρξει,

κατά τον τρόπο που η κάθε ικανοποίηση

είναι παρούσα σαν απογοήτευση

που αναγνωρίζεται στην επιτέλεσή της.

(Με λίγο Wittgenstein στην αρχή

και λίγο Schopenhauer στο τέλος).

 

[ Εντελώς μεταξύ μας: Παρότι ο Freud θεωρούσε ότι η τέχνη δημιουργείται από την «εξειδίκευση» της ανικανοποίητης λίμπιντο, ήταν ανοησία σου –σε οντολογικό επίπεδο, εννοώ– να δραπετεύσεις από τη συγκυρία μιας αχαλίνωτης ερωτικής στιγμής στο κεφαλόσκαλο· πολύ δε μάλιστα που είχε προηγηθεί εκείνη η απροσδόκητη ομίχλη από τη θάλασσα, που με μανία κυνηγούν οι σκηνοθέτες. Κατά τη γνώμη μου, μπορεί ο τόσος στοχασμός να ενεργεί ως αποφόρτιση των δυσλειτουργιών σου, όμως το αντίτιμό του είναι τρομερό. ]

 

Τι βγαίνει, εντέλει, από αυτήν την απομάγευση;

Μισή αλήθεια, ενώ των στίχων ο διασκελισμός

λιώνει με τις πατούσες του τα μέτρα

(χάρη χρωστάς στον κουρνιαχτό που αφήνει πίσω του

και κρύβει από τα μάτια σου το τέρας),

τον αποχρώντα λόγο του ανοίκειου.

(Freud και πάλι, μα κι η υπόλοιπη αλήθεια).

 

Εξ ου και ο ισχυρισμός πως ο έρωτας

είναι η θέση που κρατάμε για τον φόβο

–το ζωντανό που ακολουθεί τη μυρωδιά των ούρων,

το σάλιο του οίστρου που εμφανίζει φωσφορίζοντας

την έξοδο κινδύνου.

 

[…]

 

Κορέστεια:

Κάπου ανάμεσα σε Καστοριά και Βίτσι. Άνω και Κάτω Κρανιώνας, Γάβρος, Μακροχώρι, Μαυρόκαμπος, Χαλάρα. Χωριά εγκατελειμμένα απ’ τον εμφύλιο, που παραμένουν άδεια απ’ τις φυλές τους. Τα περπατάς, σφιγμένος στην αρχή, όμως σιγά-σιγά τα μάτια εξοικειώνονται, εξημερώνεται η γραφή για την περιγραφή τους. Σπίτια άλλα όρθια ακόμη, άλλα γκρεμίδια, χτισμένα όλα με πλιθιά, με στέγες από κεραμίδι και άχυρο. Κουφάρια λες, αλλά και κενοτάφια να τα πεις τον ίδιο θάνατο εννοείς, το ίδιο αίμα· το ίδιο τέλειο σκηνικό αναπαράστασης, ενώ η γλώσσα μένει στα βουβά, μην τύχει και ανησυχήσει η απουσία· μην τύχει και η «ψυχή βαθιά» φτάσει τόσο βαθιά, ώς τον εαυτό της.

 

Και ίσως χρειάζεται να περιπλανηθείς

πιο πέρα από τις προβολές της ομφαλοσκοπίας

και ν’ αντικρίσεις τα ιερά των κορυφογραμμών

–τόπους όπου η μαρμαρυγή

τυφλώνει με τον θάνατο τη λήθη

(διπλός καφές ελληνικός και η κουβέντα

στα δυσπρόσιτα χωριά για την καμένη σάρκα

σαν ήρθε ανάποδα η γη

κι ανέβηκε η κόλαση επάνω,

για τις μπουλντόζες

που τσακίζουν το χαλίκι στα περάσματα

των θηραμάτων και των κυνηγών τους),

στο φρύδι του μεσημεριού καθώς τα πράγματα

βάζουν τις λέξεις να τα πουν με τ’ όνομά τους.

Μαύρη η γλώσσα του πνιγμού και η βουή

του ποταμού –ποιου ποταμού;

ήσουν εκεί  και η ορμή του ήταν ο δρόμος σου

να φτάσεις στα βαθιά των ερειπίων–,

το γύρισμα της φτερωτής και ο τριγμός της πέτρας,

αλέθοντας την κάμερα

που ασχημονεί πάνω στη άδοξη σορό

των σκηνογραφιών της.

 

[ Πρέπει να βρεις τον τόνο σου ανάμεσα στον κλονισμό και το μελόδραμά του· τη θέση να διαχειριστείς τόσες παραβολές των κωνοφόρων, τη λοιμική των μύθων που ξεχείλισαν από τα ελκώματα των κατακλίσεών τους. Και τώρα ακόμη, που έχει εμφανιστεί στον σκοτεινό σου θάλαμο η πλίθινη σιωπή των Κορεστείων, πρέπει να βρεις τον τρόπο που συμβαίνει η Ιστορία. ]

 

Πρέπει να μάθεις πως με χώμα και νερό

δεν πλάθεται παρά το πήλινο ομοίωμα του κόσμου

(ακόμη κι αν η έμπνευση

ντύνει με πάθη την πνοή του πλαστουργού του).

Πώς έφτασες ανέξοδα σε τούτη την καμπή,

πιστεύοντας πως η σιωπή –εκείνη η τρομερή σιωπή–

θα ’χει ξεχάσει τη στιγμή της αποπληρωμής της;

 

Ψάχνοντας μέσα στις σπηλιές για την καταγωγή σου

–εδώ θάβουν τα μπάσταρδα

και τις ανίατες πληγές της ουτοπίας–,

ακολουθώντας τη γραμμή της ανοιγμένης φλέβας,

τη στάχτη-απολίθωμα

από τις πυροστιές των προγραμμένων

–στάχτη, όμοια σταχτώνοντας

τα δεσμωτήρια του θεσπισμένου τρόμου.

 

Τι λέξη ο τρόμος! Την ξορκίζεις στο χαρτί

και αναζητάς το δόγμα της στη νομοτέλειά της.

Τι επαφή της σπίθας με το καύσιμο,

που βάζει μπρος τη σκουριασμένη μηχανή

της πατριδογνωσίας!

 

[ Ανάγκη αδήριτη και ν’ αναμετρηθείς με τη διαπόμπευση εκείνων που δεν άντεξαν γυμνοί σε τόσο αέρα, εκείνων που επίστρεψαν χωρίς να ’χουν σκαλίσει ούτε σε μία πέτρα τ’ όνομά τους· στικτή στο δέρμα η κεφαλή που οι έφεδροι υψώνουν στο κοντάρι, γεμίζοντας τα χάσματα ανάμεσα στις παύσεις του γαλάζιου. ]

Ντάλα ο ήλιος και οι βοσκές περιφραγμένες.

Με αγκαθωτά φυλά το έθνος τα κοπάδια του

κι η ανεμική τα λιανοτράγουδά της:

 

«Τόσοι ηττημένοι μάνα μου, έι μάνα μου,

τόσοι ηττημένοι είναι πολλοί για μια πατρίδα.»

 

[…]

 

Ήδη, η σκιά του δανειστή με τη στριγκιά φωνή της

σου υπαγορεύει τη δουλειά που σου αναλογεί:

ούτε ανακατασκευή των προσευχητηρίων

ούτε θεμέλιοι λίθοι του κενού·

μόνο ν’ ανοίξεις διαφυγές στα μεσοτοίχια

και να εφαρμόσεις τις ασκήσεις επί χάρτου.

 

― Παραδοξότητες, θα πεις. Πάλι παραδοξότητες

και στατικές υπερβολές των εργολάβων.

Κατευνασμός της Σίβυλλας, θα πεις,

που αδημονεί για δράματα

κι αποφθεγματικές παρανοήσεις.

 

Ό,τι κι αν πεις,

υπάρχει περισσότερη αλήθεια στα ελαττώματα

παρά στις αρετές των υλικών σου·

και οι ποιητικές σου επωδοί

δεν είναι παρά η μίζα που συμφώνησες

με τους προμηθευτές της συντεχνίας.

 

― Λάθος προσέγγιση, θα αντεπιτεθείς.

Το τίμημα της θέσης μου επάνω στη σκηνή

είναι ο τράχηλος του αμνού κάτω απ’ την κάμα,

η τσίκνα που ανυψώνεται

για να ειπωθεί θυσία η θυσία·

και θα ’μαι ευχαριστημένος αν ποτέ συντελεστεί

η πράξη όπου ο ρόλος μου θα ’ναι μια μόνη ατάκα:

 

«Είμαι το απείκασμα ενός Άμλετ που θρηνεί

μπροστά στο φέρετρο των προαιρέσεών του».

 

[ Θέατρο δίχως σκηνικά, όπως συνήθως. Οι δεκαπέντε θεατές προσηλωμένοι στον πρίγκιπα της σαπισμένης χώρας, που ακολουθεί τη νεκρική πομπή των διερωτήσεών του: «Να ζει ως φάντασμα κανείς πάνω στα τείχη ή ως καύκαλο στα χέρια σου, που του μιλάς και δεν σου απαντάει; Ή να μη ζει, γυρίζοντας την πλάτη στο κοινό του;». Όπως και να ’χει, δεν είναι πια το λείψανο αυτό που υποτάχθηκε στη μοίρα· είναι η μοίρα που υπακούει στη φθορά και στον μονότονο ρυθμό του υποβολείου. ]

 

Μια νεκρική πομπή-μονόδρομος στη μήτρα ενός κόσμου

που αγκομαχά με σκέλια ανοιχτά

πάνω στο άνομο κρεβάτι της χηρείας.

 

― Αιμομιξία μου μυρίζει και υπόγειο,

όπου άμισθοι ηθοποιοί λιπαίνουν με τα σάλια τους

μία ακόμη εκδοχή της ΜΗΧΑΝΗΣΑΜΛΕΤ.

 

Όπως στην περίπτωση του σαιξπηρικού Άμλετ, έτσι και στη ΜηχανήΆμλετ (Die HamletMaschine), οι σκέψεις ανασύρονται από το βάθος της μελαγχολίας και του πένθους, της απελπισίας και της οργής. Ο Μύλλερ απομακρύνθηκε από τη γερμανική παράδοση του Άμλετ, από την ιδέα του Γκαίτε για έναν ευαίσθητο Άμλετ, λεπτόν στο πνεύμα και αδύναμο να προχωρήσει στη βαριά πράξη που του έχει ανατεθεί. Περισσότερο μέσα από το πρίσμα του Νίτσε, θέλει τον Άμλετ του στοχαστή, να βυθίζεται στα έγκατα της πολιτικής, της Ιστορίας, των Ιδεολογιών, ενώ μέσα από το πρίσμα του Μπρεχτ τον θέλει απογοητευμένο και αποτυχημένο ιδεαλιστή που καταλήγει να γίνει φονιάς και κυνικός.

Ελένη Βαροπούλου

 

[ Αν και συνήθως προφέρονται μαζί, οι λέξεις είναι εντελώς ξεχωριστές και οι συνδηλώσεις τους ας εκληφθούν ως οι ενωμένες άκρες του ιμάντα που κινητοποιεί τη μηχανή της μεταποίησης του υποκειμενισμού σε πέπλο μεταμφίεσης φροϋδικών τραυμάτων. ]

 

*

 

― Επιφανειακή ανάγνωση, θα πεις,

μια κι η παρενδυσία

είναι μονάχα η κρούστα της ουλής,

οι ώρες της αναμονής

στις αίθουσες των αεροδρομίων·

είναι οι πίνακες των αναγγελιών

που δείχνουνε την έξοδο του νου

προς την απόρροιά του.

 

[ Ήρεμη πτήση και οι αναταράξεις προβλεπόμενες, στο πλαίσιο του φυσιολογικού. Έτσι κι αλλιώς, τόσο μακριά είναι το μάτι από τη γη, τόσο κοντά οι οδηγίες της φυγής, που αν δεν φοράς γυαλιά δεν τις διαβάζεις. Πάντως, θα ήταν συνετό να παραμείνεις δέσμιος της ζώνης ασφαλείας. ]

 

Κι αν πλέον τα σημάδια των νεφών

δεν συνιστούν αξίωμα

αλλά συνθήκη αυτού που λεν «μεταμοντέρνο»

–κάτι σαν αναζήτηση

των Ιπποτών της Στρογγυλής Τραπέζης,

με παραθέματα ειδήσεων στη νοηματική–,

μην ξεγελιέσαι·

 

η αισθητική της ερημιάς των ουρανών

–παρά τη διάθεση της αποδόμησής της–

είναι ακόμη επιρροή

του ανελέητου εκείνου «γεννηθήτω»:

Πρώτα το σκότος, να μη φαίνεται η αρχή,

μετά το φως, να φαίνεται το τέλος.

 

[…]

 

Μην αμφιβάλλεις!

Και προπάντων μην ελπίζεις

ότι το Μαγικός Αυλός θ’ αδειάσει από τα τρωκτικά

το βεστιάριό σου.

 

Η αμοιβή του αυλητή, ξέρεις καλά

–ή δεν το ξέρεις κι ευκαιρία να το μάθεις;–,

δεν είναι τα αργύρια που μάζευες

για την εξαγορά των ενεχύρων

μα η καινούρια φορεσιά του βασιλιά

που κάνεις ότι τη φοράς,

πιστεύοντας πως έτσι είσαι ντυμένος.

(Και όμως, είσαι).

 

Ξέρεις καλά

–και ας υπάρχουν επιγνώσεις κι επιγνώσεις:

Κάθε προσύμφωνο με την παραγωγή

έχει τη ρήτρα της αναίρεσής του.

Αν ξεστρατίσεις και χαθείς στο στοιχειωμένο δάσος,

καμιά νεράιδα δεν προβλέπεται στους όρους του.

Μα, φυσικά και δεν σε ειρωνεύομαι!

Είναι ο κανόνας που δεν δέχεται εξαιρέσεις:

Είτε τον δράκο εμπιστευτείς είτε τη μάγισσα,

στο τέλος του παραμυθιού

θα ζήσουνε αυτοί καλά, χωρίς εσένα.

 

[ Είπε η Κοκκινοσκουφίτσα: «Λύκε, πόσο μοιάζεις της γιαγιάς μου! Με τα γερμένα μάτια σου, τα τριχωτά αυτιά σου, με το φαφούτικο και ρουφηγμένο στόμα σου· πόσο της μοιάζεις!». Κι ο λύκος έσκυψε να καθρεφτιστεί στο ποταμάκι. Και είπε: «Πόσο της μοιάζω, αλήθεια! Πόσο γέρασα! Πώς άφησα ο ανόητος αφάγωτο τον χρόνο! Καιρός να επιστρέψω στην αγέλη μου. Καιρός να σας αφήσω δίχως λύκο». ]

 

 

Στο τέλος

 

είναι η θάλασσα –θυμάσαι;

Phlebas the Phoenician, a fortnight dead,

forgot the cry of gulls κτλ.

 

Εκείνη η θάλασσα κι εκείνη η αντηλιά!

Θυμάσαι;

Τόσα πλωτά όπου στριμώχνονται οι κομπάρσοι,\

για να υποδυθούν τους ναυαγούς

στο επικό πλατώ ενός blockbuster

που έχει κάνει απόσβεση

πριν καν γεμίσουν με νεκρούς τα multiplex

και οι συνδρομητικές της αφασίας.

 

Λάδι το δάκρυ πάνω στο νερό·

λάδι σαν δάκρυ.

Κι αν κάτι αναδυθεί στην επιφάνεια

–αίμα ή θρήνος λειασμένος απ’ το αλάτι

ή τα οστά του επιλήσμονα Φληβά–,

θα το ξεβράσει στην ακτή ο σάλος των σειρήνων.

 

― Άραγε, ζει ο βασιλιάς;

 

Μην απαντήσεις· θα σου κλέψουν τη μιλιά

κι άντε μετά να χτίσεις με νοήματα

απ’ την αρχή τον κόσμο.

 

Αυτόν τον κόσμο, στο ίδιο το σημείο

–στο κέντρο αυτού του σύμπαντος–,

που τον κοιτάς απ’ όλες τις πλευρές

κι απ’ όλες τις πλευρές του είναι ίδιος:

Τα ίδια κεφάλια στον κουβά της λαιμητόμου,

οι ίδιες λύσεις σε ίδιες εποχές.

 

Αυτόν τον κόσμο, τον ομογάστριό σου,

τον όμοιό σου.

 

 

Αυλαία

 

― Χαμ!

― Ναι Κλοβ!

― Ένα παιχνίδι ήτανε, ε Χαμ;

― Ναι Κλοβ. Ένα παιχνίδι.

― Και τώρα τέλειωσε, έτσι δεν είναι Χαμ;

― Τέλειωσε Κλοβ; Ναι, τέλειωσε. Όπως τελειώνουν όλα τα παιχνίδια.

― Κι όπως το είχες πει. Χωρίς η αρχή του και το τέλος του να έχουν σημασία.

― Λάθος σού το είπα Κλοβ. Έκανα λάθος! Πάντα η αρχή, πάντα το τέλος έχουν σημασία.

― Χαμ!

― Ναι Κλοβ!

― Κι αυτό… Για το παιχνίδι λέω. Θα παίζουμε το ίδιο κάθε μέρα;

― Μπορεί και ναι, μπορεί και όχι Κλοβ. Μπορεί κι ολόκληρη ζωή. Ποιος ξέρει;

― Χαμ!

― Ναι Κλοβ!

― Τώρα θα κάτσεις πάλι στο καρότσι σου, ε Χαμ;

― Ναι Κλοβ. Τώρα θα κάτσω πάλι στο καρότσι μου. Όταν δεν με κοιτάζουν είμαι ανάπηρος. Το ξέρεις.

― Και θα ξαναφορέσεις τα γυαλιά σου.

― Ναι Κλοβ. Θα τα ξαναφορέσω.

― Πάντως, ήταν ωραία που έδειξες τα μάτια σου.

― Άσχημα ήταν Κλοβ. Καλύτερα να βλέπουν τα γυαλιά μου.

― Κλοβ!

― Ναι Χαμ!

― Να μην ξεχάσεις να πετάξεις τα σκουπίδια. Βρώμισε ο τόπος.

― Δεν θα ξεχάσω Χαμ. Θα τα πετάξω.

― Κι άνοιξε επιτέλους εκείνο το παράθυρο.

― Θα το ανοίξω Χαμ. Φέρνω τη σκάλα.

 

(Ακούγονται χτυπήματα. Από πού😉

 

― Ποιος να ’ναι Χαμ; Περιμένουμε κανέναν;

― Όχι Κλοβ! Δεν περιμένουμε κανέναν. Μην ανοίγεις.

 

(Τα πρόσωπα είναι τελείως πραγματικά, αν και ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα των παιχνιδιών του Beckett. Άλλωστε, ο Μπέκετ πάντα περίμενε εκείνον που θα ερχόταν, γι’ αυτό και άνοιγε την πόρτα του όταν χτυπούσαν.)