Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μικρός πρίγκιπας. Όμως αυτό δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Ούτε το ότι ήταν μικρός ούτε το ότι ήταν πρίγκιπας. Εκείνο που τον ενοχλούσε ήταν ότι δεν ήταν πιλότος. Τώρα θα απορείτε: τι σόι πιλότος να είναι, αφού στην εποχή που υπήρχαν πρίγκιπες –πρίγκιπες κανονικοί δηλαδή, όπως ο ίδιος– δεν υπήρχαν αεροπλάνα!
Κι εγώ απορώ! Το σίγουρο πάντως είναι ότι ο μικρός πρίγκιπας, παρόλο που ήταν πρίγκιπας, είχε σκεφτεί πολύ πάνω στο θέμα των πιλότων. Κι ενώ οι αρμόδιοι δυσκολεύονταν ακόμη να αποφασίσουν αν η απουσία αεροπλάνων είχε ή δεν είχε σχέση με πιλότους ή με πρίγκιπες που ήθελαν να είναι πιλότοι, ο ίδιος είχε καταλήξει κιόλας στο δικό του συμπέρασμα: Δεν χρειάζεται να υπάρχουν αεροπλάνα για να μπορεί κάποιος να πετάει! Να, όπως τα πουλιά ένα πράμα.
Έλα όμως που αμέσως θα τον προλάβαιναν οι αντιδραστικοί. Ναι, βέβαια! Όπως τα πουλιά (θα έλεγαν)! Αλλά τα πουλιά δεν είναι πιλότοι!
Τι τεράστιο πρόβλημα!
«Α, μα πρέπει να συζητήσω οπωσδήποτε με κάποιον γι’ αυτές μου τις σκέψεις», σκέφτηκε ο μικρός πρίγκιπας.
Και ακολουθώντας πιστά το πρωτόκολλο, πρώτα πρώτα απευθύνθηκε στον βασιλιά και πατέρα του.
«Γιε μου και διάδοχέ μου», τον αποπήρε κάπως εκνευρισμένος εκείνος, «είναι δυνατόν να με απασχολείς με τέτοιου είδους προβλήματα; Ξέρεις τι έγνοιες έχει στο κεφάλι του ένας βασιλιάς; Θα ορίσω, ωστόσο, μια επιτροπή μεταξύ των σοφών μου συμβούλων και θα της αναθέσω να προβληματιστεί επί του θέματος. Και να παραδώσει απευθείας σ’ εσένα το πόρισμά της».
[…]
Ο μικρός πρίγκιπας διάβασε το πόρισμα της επιτροπής των σοφών συμβούλων του βασιλιά και κούνησε απογοητευμένος το κεφάλι του. Σε καμία από τις απορίες του δεν έριχνε το φως που περίμενε.
Άφησε λοιπόν κατά μέρος τη σοφία των σοφών και διακινδύνευσε να εμπιστευτεί τις γνώσεις και την κρίση του δασκάλου του.
«Αξιότιμε μαθητά μου», του είπε εκείνος, «είναι τεράστιο λογικό λάθος να συγκρίνουμε τις έννοιες ‘‘πουλί’’ και ‘‘πιλότος’’. Και θα σας εξηγήσω αμέσως τι εννοώ: Ένα πουλί, παραδείγματος χάριν, μπορεί ωραιότατα να προσγειωθεί στο κεφάλι ενός πιλότου· ένας πιλότος όμως μπορεί να προσγειωθεί στο κεφάλι ενός πουλιού; Επίσης, ένα πουλί μπορεί να φτιάξει τη φωλιά του στο μπαλκόνι ενός πιλότου, ένας πιλότος όμως με κανέναν τρόπο δεν μπορεί να φτιάξει το μπαλκόνι του στη φωλιά ενός πουλιού. Και από την άλλη: ένας πιλότος μπορεί να πιάνει πουλιά στον αέρα, όμως ένα πουλί είναι αδύνατον να πιάνει στον αέρα πιλότους. Εξάλλου, αγαπητέ μου, μιας και δεν υπάρχουν επί του παρόντος αεροπλάνα, ενώ, αποδεδειγμένα, υπάρχουν πουλιά, όλοι οι προβληματισμοί σας κινούνται εκτός εποχής».
Όπως μπορέσατε να διαπιστώσετε κι εσείς: Λόγια και λόγια του αέρα από το στόμα του δασκάλου.
Έτσι, ο μικρός πρίγκιπας έστρεψε πλέον τις τελευταίες του ελπίδες στον καλύτερό του φίλο.
«Είναι πολύ απλό και μη χολοσκάς», του αποκρίθηκε εκείνος. «Ο πιο σίγουρος τρόπος να είσαι πιλότος, είναι να μην ανακατεύεις μέσα στις σκέψεις σου τα πουλιά. Γνωρίζεις καλά ότι όποιος ανακατεύεται με τα πουλιά γεμίζει το μυαλό του με πούπουλα. Εξάλλου, τα πουλιά είναι μόνο πουλιά, ενώ οι πιλότοι δεν είναι μόνο πιλότοι».
[…]
Όμως, «πώς είναι ένας πιλότος;», αναρωτήθηκε ο μικρός πρίγκιπας.
[…]
Και πρώτα πρώτα φαντάστηκε ότι ένας πιλότος έχει τη δικιά του μικρή ηλικία ή το πολύ πολύ να είναι λίγο μικρότερος. Δεύτερον, ότι ένας πιλότος φοράει στολή, για να φαίνεται πως είναι πιλότος. Τρίτον, ότι ένας πιλότος πρέπει να ξέρει πώς να απογειώνεται από κάπου και πώς να προσγειώνεται εκεί όπου έχει για σκοπό του να φτάσει. Τέταρτον, ότι ένας πιλότος δεν πρέπει να ξεχνάει το σημείο από όπου απογειώθηκε, ούτε τη διαδρομή που ακολούθησε, για να μπορεί να επιστρέφει αν τυχόν χρειαστεί. Πέμπτον, επειδή έχει και πέμπτον, ένας πιλότος πρέπει να μπορεί να ξεχωρίζει με την πρώτη ματιά ότι ένας ολόκληρος ελέφαντας στην κοιλιά ενός βόα δεν είναι το ίδιο πράγμα με έναν βόα που έχει καταπιεί έναν ολόκληρο ελέφαντα.
[…]
Φανταστείτε λοιπόν την έκπληξή του όταν, ξυπνώντας το άλλο πρωί, είδε να στέκεται στο παράθυρο του δωματίου του ολοζώντανος ένας πιλότος. […] Και καθώς ο πιλότος είχε εκείνη τη στιγμή γυρισμένη την πλάτη του και κοίταζε από το παράθυρο τους κήπους του παλατιού, ο μικρός πρίγκιπας ρώτησε ξαφνικά:
«Είναι αλήθεια πως δεν χρειάζονται αεροπλάνα για να υπάρχουν πιλότοι;».
«Φυσικά και είναι αλήθεια», του αποκρίθηκε κατευθείαν ο πιλότος, χωρίς να αιφνιδιαστεί και δίχως καν να στρέψει το κεφάλι του. «Όπως είναι αλήθεια πως δεν χρειάζεται να υπάρχουν πιλότοι για να υπάρχουν μικροί πρίγκιπες. Κι όπως είναι αλήθεια επίσης ότι μπορεί να είσαι πιλότος και να μην πετάξεις ποτέ. Αλλά να το ξέρεις: το δύσκολο δεν είναι να πετάξεις· το δύσκολο είναι να είσαι πιλότος».
«Τότε πρέπει να είναι αλήθεια και πως δεν χρειάζονται αεροπλάνα ούτε για να μπορεί κάποιος να πετάει», παρατήρησε ο μικρός πρίγκιπας.
«Και αυτό είναι αλήθεια. Και μάλιστα, αυτή η αλήθεια είναι πιο σημαντική από τις προηγούμενες. Να, σαν τα πουλιά ένα πράμα».
«Καλύτερα να μην ανακατέψουμε στην κουβέντα μας τα πουλιά. Είδαμε και πάθαμε τόσο καιρό να ξεμπλέξουμε με δαύτα».
«Εντάξει», συμφώνησε ο πιλότος. «Αν δεν σου αρέσει αυτή η παρομοίωση, ας βρούμε μιαν άλλη δίχως πουλιά. Τι θα έλεγες για τα όνειρα; Πώς σου φαίνονται τα όνειρα σαν παρομοίωση;».
«Χμ!», έξυσε το πιγούνι του ο μικρός πρίγκιπας. «Τα όνειρα είναι μια πιθανή λύση. Πώς μπορείς όμως να πετάξεις με ένα όνειρο που έρχεται και φεύγει απροειδοποίητα μέσα στον ύπνο σου και είναι όπως θέλει αυτό;».
«Πράγματι! Εκ πρώτης όψεως δεν μπορείς», παραδέχτηκε ο πιλότος. «Μπορείς να πετάξεις χωρίς να χρειάζεσαι αεροπλάνο, αλλά με ένα ανεξέλεγκτο όνειρο δεν μπορείς. Εκτός…»
«Εκτός;», ήρθε με αγωνία η επόμενη ερώτηση.
«Εκτός αν τα όνειρα τα φτιάχνεις μονάχος σου! Τότε μπορείς και να ονειρευτείς πως είσαι πιλότος και να πετάξεις με το όνειρό σου όπου θέλεις εσύ».
«Μπράβο! Αυτό είναι!», αναφώνησε ο μικρός πρίγκιπας, χτυπώντας ενθουσιασμένος τη δεξιά του γροθιά στην αριστερή του παλάμη.
[…]
Θα θυμάστε, βέβαια, ότι ο πρώτος άνθρωπος από τον οποίο ζήτησε ο μικρός πρίγκιπας να του λύσει τις απορίες του ήταν ο πατέρας του ο βασιλιάς. Ε, λοιπόν, αυτός ο βασιλιάς, θορυβημένος από τα πάρε-δώσε του γιου του με πιλότους, με αεροπλάνα που δεν υπάρχουν, με πουλιά και πετάγματα, φρόντισε κιόλας να απαγορεύσεις όλες τις πτήσεις. Και επιπλέον, επειδή υποψιάστηκε ότι κάποιον ρόλο θα έπαιζαν σε αυτή την ιστορία και τα όνειρα, είχε διατάξει να μην πετά κανείς ανεξαιρέτως, ούτε με τα όνειρά του. Και επειδή δεν του έφτανε ούτε κι αυτό, είχε προσθέσει στον κατάλογο με τις απαγορεύσεις ακόμη και το να φτιάχνει κάποιος δικά του όνειρα, έστω κι αν ήταν όνειρα εδάφους,
[…]
Ο μικρός πιλότος δεν άντεξε να διαβάσει όλες τις απαγορεύσεις του βασιλιά. Έβρισκε πως έναν τέτοιο κατάλογο άξιζε να τον σκίσει κανείς σε χίλια κομμάτια, και ένιωθε τόσο, μα τόσο λυπημένος που είχε συνταχθεί από τον ίδιο τον πατέρα του. Όχι επειδή του είχανε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό αυτού του είδους τα όνειρα, όχι! Μα επειδή καταλάβαινε πως ο βασιλιάς απαγόρευε καθετί που μπορεί να έκανε τους ανθρώπους, αλλά και όλα τα ζωντανά του βασιλείου του, χαρούμενους και ευτυχισμένους. Και επειδή καταλάβαινε ακόμη ότι πίσω από τα όνειρα μπορεί να κρύβεται κάτι που δεν διακρίνεται με την πρώτη ματιά. Βλέπετε, παρόλο που ήταν γιος του βασιλιά και όλη τη μέρα του την περνούσε στο παλάτι, δεν είχε ιδέα από πολιτική και από τους τρόπους που διοικείται ένα βασίλειο.
[…]
«Λοιπόν, τι συμπέρασμα έβγαλες από τις απαγορεύσεις του βασιλιά;», ρώτησε ο μικρός πρίγκιπας τον μεγάλο του φίλο.
«Ότι είναι οι συνηθισμένες απαγορεύσεις των βασιλιάδων», αποκρίθηκε εκείνος. «Πάντοτε οι βασιλιάδες φοβούνται πως αν δεν υπάρχουν απαγορεύσεις εκείνοι δεν θα υπάρχουν σαν βασιλιάδες».
«Ναι, όμως αν ο πατέρας μου δεν ήταν βασιλιάς, δεν θα ήμουν κι εγώ πρίγκιπας».
«Μα εσύ, έτσι κι αλλιώς, δεν θέλεις να είσαι πρίγκιπας· θέλεις να είσαι πιλότος».
Και ήταν αλήθεια: Ο μικρός πρίγκιπας, αν τον βάζανε να διαλέξει, προτιμούσε να είναι πιλότος παρά πρίγκιπας. Προτιμούσε να φτιάχνει τα δικά του όνειρα και να πετάει μαζί τους, παρά μαζί με την κληρονομιά του βασιλείου να κληρονομήσει και τους φόβους ενός βασιλιά.
«Αν και δεν θα έπρεπε να το λέω αυτό, νιώθω λιγάκι ντροπή για λογαριασμό του πατέρα μου», ομολόγησε απογοητευμένος.
«Αυτό δεν είναι απαραίτητο», τον καθησύχασε ο πιλότος. «Γιατί οι πράξεις του πατέρα σου δεν ανήκουν σε έναν πατέρα αλλά σε έναν βασιλιά. Όμως, αντί να το συζητάμε και να καθόμαστε άπραγοι, καλύτερα να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε, για ν’ αντιμετωπίσουμε την κατάσταση. Δεν φαντάζομαι να εγκατέλειψες τόσο εύκολα τα όνειρά σου;».
«Καθόλου δεν το σκέφτηκα αυτό. Ίσα ίσα, αυτό που σκέφτομαι ολοένα και περισσότερο, και σχεδόν το έχω πάρει απόφαση, είναι να δοκιμάσω να τα ζωγραφίσω».
Και πήρε αποφασισμένος στα χέρια του ένα μαύρο μολύβι και ένα φύλλο χαρτί. Αφού το κοίταξε λίγο, σαν να κοίταζε κάτι τρομακτικό, τράβηξε από τη μια του άκρη ώς την άλλη μία μαύρη, όχι και τόσο ίσια γραμμή.
«Μα, αυτό είναι φοβερό!», φώναξε με θαυμασμό ο πιλότος. «Είναι το πιο υπέροχο όνειρο που είδα ζωγραφισμένο ποτέ!»
Ο μικρός πιλότος ήταν σίγουρος πως ο πιλότος τον κορόιδευε.
«Είμαι σίγουρος ότι με κοροϊδεύεις», επανέλαβε τη σκέψη του δυνατά. «Και αυτό, να ξέρεις, με πληγώνει και δεν ευνοεί τη συνεργασία μας».
«Δεν σε κοροϊδεύω καθόλου. Είναι στ’ αλήθεια το πιο εξαίσιο όνειρο για να πετάξεις μαζί του. Αρκεί να μείνεις πιστός στην πορεία σου και να μην παραβιάσεις αυτή τη γραμμή».
Κάπως έτσι ο μικρός πιλότος πείσθηκε να απογειωθεί, αγνοώντας τις απαγορεύσεις του βασιλιά και αδιαφορώντας για τις συνέπειες. Όμως λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο.
[…]
Όταν ο μικρός πιλότος συνειδητοποίησε ότι έφτασε πια η ώρα που θ’ αποχαιρετούσε τον πιλότο, από ένα ολόκληρο δάκρυ κύλησε σε κάθε του μάγουλο. Είχε μάθει πια αρκετά και τώρα θα έμενε μόνος του για να τα εφαρμόσει. Θ’ ακολουθούσε μια διαδρομή σύμφωνα με εκείνη τη μαύρη τρεμουλιαστή γραμμή που ο ίδιος ζωγράφισε και ήταν σίγουρος πως, αν την ακολουθούσε σωστά, θα έφτανε εκεί όπου ο δροσερός κυματισμός των αιθέρων μπορεί να χορέψει ένα όνειρο ανάλαφρα, έτσι όπως χορεύει ο άνεμος τη γύρη των λουλουδιών.
Και το όνειρο χόρεψε, χόρεψε σκορπώντας τη γύρη του, μέχρι που ο τόπος γέμισε με νιφάδες ονείρων να στροβιλίζονται, θαρρείς θαμπωμένες, από τις εκρήξεις της πιο υπέροχης εποχής· μιας εποχής που δεν υπάρχει στους δώδεκα μήνες του χρόνου, υπάρχει όμως πέρα απ’ αυτούς, ελεύθερη από ημερομηνίες και ηλιοστάσια.
Και το όνειρο χόρεψε πάνω από τα βουνά κι από τις θάλασσες, πάνω από τις πολιτείες και τα αρχαία ποτάμια που τις διασχίζουν· χόρεψε πάνω, και πιο μακριά, από τη ζωγραφισμένη του γραμμή, πάνω και πιο μακριά από το φύλλο του χαρτιού, μη χωρώντας σε χαρτιά και σε σελίδες.
«Κοίταξε κάτω. Τον βλέπεις τον τόπο μου;», ρώτησε ο μικρός πιλότος.
Και το όνειρο κοίταξε και είδε μια κουκκίδα ασήμαντη, την πιο πολύτιμη ασήμαντη κουκκίδα του κόσμου. Και είδε, έτσι όπως μονάχα τα όνειρα μπορούνε να βλέπουν, έναν μικρό πρίγκιπα που ήθελε να γίνει πιλότος, με την ωραία στολή του και το γυαλιστερό πηλήκιο των ονείρων του. Και κοίταξε με τα μάτια που μόνον τα όνειρα έχουν, κοίταξε βαθιά μέσα στις επιθυμίες του μικρού του πιλότου, σαν να κοίταζε στα βάθη της δικής του καρδιάς.
«Ακούς την καρδιά μου; Σκύψε και άκου πώς χτυπάει η καρδιά μου», είπε ο μικρός πιλότος. «Δεν θυμάμαι να έχει χτυπήσει τόσο παράξενα άλλη φορά».
Και το όνειρο έσκυψε και άκουσε με τον τρόπο που μόνον τα όνειρα ξέρουν ν’ ακούνε. Και η καρδιά του μικρού πιλότου χτυπούσε όπως χτυπά το γέλιο ενός παιδιού στην πλαγιά του βουνού και επιστρέφει σαν ξεκάρδισμα πίσω.
«Πες μου, αισθάνεσαι τη μυρωδιά των αστεριών;», ρώτησε πάλι ο μικρός πιλότος.
Και το όνειρο ανοιγόκλεισε με ευχαρίστηση τα ρουθούνια του και χύθηκαν μέσα του όλα τα μυστικά αρώματα του ατέλειωτου σύμπαντος, όλα τ’ αρώματα των λουλουδιών που ανθίζουν στους πλανήτες άλλων παραμυθιών.
«Μπορείς ν’ αγγίξεις τις φτερούγες των ονείρων;», συνέχισε να ρωτά ο μικρός πιλότος.
Και το όνειρο γύρισε προς τα πίσω τα χέρια του και άγγιξε τις φτερούγες που φύτρωναν ανάμεσα στους ώμους του και την πλάτη. Και άρχισε να τις αφαιρεί μία μία, μέχρι που φανερώθηκε από κάτω ένας ολόλαμπρος κύκνος, σχηματισμένος από τ’ άστρα τ’ ουρανού.
«Έχεις στη γλώσσα σου τη γεύση των χρωμάτων;», ρώτησε για τελευταία φορά ο μικρός πιλότος.
Και το όνειρο έσυρε τη γλώσσα του στα χείλη του, εκεί όπου καμπυλώνονται τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Και ξεχώρισε τη γεύση του κόκκινου από τη γεύση του μπλε, τη γεύση του κίτρινου απ’ του πορτοκαλί, τη γεύση του πράσινου από τη γεύση της βιολέτας που ανθίζει στους βυθούς.
«Είμαι πολύ ευχαριστημένος», είπε ο μικρός πιλότος. «Νομίζω πως έφτιαξα το κατάλληλο όνειρο για να πετάξω μαζί του, και οι συνθήκες είναι κατάσπαρτες μ’ ευνοϊκούς ανέμους και οιωνούς. Τώρα μπορώ να δω τη διαφορά ενός ολόκληρου ελέφαντα στην κοιλιά ενός βόα από έναν βόα που έχει καταπιεί έναν ολόκληρο ελέφαντα».
Και συνέχισε ευγενικά: «Σας ζητώ να με συγχωρέσετε για το τόσο μπερδεμένο μου όνειρο, αλλά επιτρέψτε μου να βιαστώ για να μην το ξεχάσω. Βλέπετε, ακόμη και στη ζωγραφική, μια ευθεία γραμμή δεν σημαίνει πως βάζει τα όνειρα σε τάξη. Το πολύ πολύ να χωρίζει το πάνω από το κάτω μέρος των ονείρων. Ίσως αυτό να εννοούσε ο πιλότος όταν μου έλεγε να μην την παραβιάσω. Είμαι απαράδεκτος για καλλιτέχνης, τελικά».
«Αντίο, μικρέ πιλότε», του έσφιξε το χέρι ο πιλότος.
«Αντίο, μικρέ πρίγκιπα», ανέμισε από ψηλά ο μικρός πιλότος το πιλοτικό του φουλάρι.
«Καλό ταξίδι φίλε μου. Αντίο».
«Κάτι συμβαίνει οπωσδήποτε εδώ, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω τι», μονολογούσε καθισμένος στον θρόνο του ο βασιλιάς.