Με τις σκιές

α΄

Βγάζεις, βγάζεις τις λέξεις, αφαιρείς·
πολύς φλοιός γύρω στο ποίημα.
Στο τέλος μένουν φράσεις σαν κι αυτή:

Είμαι καλά.
Τη μέρα φροντίζω τα κατοικίδια,
προσμένοντας τ’ αδέσποτα της νύχτας.

 

β΄

Τα βράδια βγαίνω με λαστιχένιες μπότες
και ρούχα της δουλειάς.
Σκαλίζω στον κήπο τους σβόλους της μνήμης,
τους φουφουλιάζω, να δεχτούν τη βροχή.

Βάρυνα φέτος. Δεν φύτεψα ούτε ένα θαύμα.
Κάτι ρίζες μονάχα,
η γλώσσα ίσα ίσα μην ξεχαστεί.

 

στ΄

Φωτογραφία του χίλια εννιακόσια σαράντα εννιά.
Στολή του εθνικού στρατού.
Το πρόσωπο σκυμμένο μες στον χρόνο,
σαν σε γαβάθα με γάλα και ψωμί.
Μάλλον Παρασκευή, γιατί τα χέρια
στραγγίζουνε σε λόγια προσευχής.
Ένας λεκές απλώνει στη φανέλα
(αίμα; παραπανίσια νοσταλγία;)
Στην πλάτη τα σκοτάδια των καιρών.

Μπορεί και η χαμένη περηφάνια.

 

ζ΄

από μια φράση του Γιώργου Σκαμπαρδώνη

«Η επανάσταση δεν είναι παίξε γέλασε.
Δεν είναι τρύπα ο μαρξισμός να μπαινοβγαίνεις.
Τουλάχιστον εμείς αγωνιστήκαμε
κι αν αποτύχαμε, ας όψονται τα λάθη.
Να δούμε τι θα κάνουν κι οι νεότεροι»,
έλεγε ο μπάρμπας μου ο Θανάσης,
χρόνια και χρόνια μ’ εξορίες και υπέρταση.

Οι νεότεροι λοιπόν είμαστε εμείς.
Καλά διαχειριζόμαστε τα κληρονομημένα.
Γενιά γενιά αυγαταίνει η αποτυχία.

 

ια΄

Επιμένω στα ηλεκτρόφωνα
και στα παλιά τραγούδια.
Ρίχνω το κέρμα στη φωτιά, ακούω.
Τρίζει η βελόνα –ο χρόνος–
σαν το ξερό κλαδί.

Αποκαΐδια λόγια στον αέρα.

 

ιε΄

Προσπάθησα. Σας λέω ότι προσπάθησα
να διασχίσω το δάσος.
Δεν σκιάχτηκα τα ουρλιαχτά των λύκων
ούτε τη χτένα της μοναξιάς στα μαλλιά μου.
Εκείνη η λάμψη με σταμάτησε,
το φλας της μηχανής
που φωτογράφιζε το ταβάνι.

Και γύρισα πίσω.

 

Απο την ποιητική συλλογή:
Τα Κατοικίδια